Βιβλία από τη Θράκη

Γράφει η Στέλλα Ν. Καραμήτρου

“Κομοτηνή στο πιάτο” Θεανώ Πασχάλη – Ζαφείριος Τσάκος
Σελ.: 248 Εκδόσεις Κάπα
Αυτό το βιβλίο, που φιλοξενεί στις σελίδες του 174 συνταγές, γράφτηκε έπειτα από συναντήσεις και συνεστιάσεις με πολιτισμικούς φορείς και εκπροσώπους πολλών πληθυσμιακών ομάδων που ζούνε και δραστηριοποιούνται στην πόλη της Κομοτηνής. Μια προσπάθεια που πηγάζει από ένα αίσθημα προστασίας, υπεράσπισης και ανάδειξης της γαστρονομικής παράδοσης της πόλης, από ένα αίσθημα
τιμής προς τους προγόνους και από τη διάθεση να μάθουν οι νέες γενιές τις παλιές
επισιτιστικές συμπεριφορές και συνήθειες του τόπου τους.

“Σιέστα” Χριστίνα Δετσαρίδου
Σελ.:140 Εκδόσεις Οσελότος
Πόσα όνειρα μπορεί να χωρέσει ένας μεσημεριανός ύπνος;
Πόσες ιστορίες μπορούν να αναδυθούν από τα δύσβατα των αναμνήσεών μας κατά τη
διάρκεια μιας σιέστας;
Ποια κομμάτια ξεπηδούν μέσα από το προσωπικό μας χρονοντούλαπο, όταν κλείσουμε για
λίγο τα μάτια μας, θέλοντας να ξεκουραστούμε;
Απαντήσεις μπορεί να δώσει η νουβέλα της Χριστίνας Δετσαρίδου, η οποία θα μας
γνωρίσει την ιστορία της χωριατοπούλας του Βορρά, Ελευθερίας μιας πολυσχιδής και
πολύκροτης γυναίκας που άφησε το στίγμα της στο πέρασμά της.
Η Ελευθερία, όμορφη, έξυπνη και ευφυής νέα, εν έτη 1956 θα βρεθεί στην Αθήνα,
παντρεμένη με τον πρωτευουσιάνο Μικρασιάτη Λευτέρη, αφήνοντας μια και καλή πίσω
της την άνιση μεταχείριση που βίωνε από τους γονείς της. Ο Λευτέρης, έμπορος
υφασμάτων έγινε το εισιτήριό της για να φύγει από το χωρίο με περίσσεια ευχαρίστηση και
δε γύρισε ποτέ. Στη βαλίτσα της φύλαξε μονάχα τον θείο Ανέστη και τον φίλο Σωτήρη και
διέγραψε όλους τους υπόλοιπους για λόγους που γίνονται κατανοητοί κατά τη διάρκεια της
ανάγνωσης.


Κώστας Καβανόζης “Τυχερό” σελ. 328, Εκδόσεις Πατάκης
«Δηλαδή θα τα γράψεις όπως είναι τα λόγια; Στη χωριάτικη γλώσσα;». Απαντώντας στην
απορία της μητέρας του, ο συγγραφέας τής λέει: «Εγώ τον τρόπο τους θέλω». Αυτά στην
πρώτη σελίδα. Στις επόμενες ο Κώστας Καβανόζης συνθέτει ένα ιλιγγιώδες παλίμψηστο
συγγενικών και συλλογικών ιστοριών, τοποθετώντας στο κέντρο του τον θείο του, τον
αδελφό της γιαγιάς του από την πλευρά του πατέρα του. Ο ιδιωτικός βίος του Ευάγγελου
Βολοβότση γίνεται το σημείο εκκίνησης μιας μυθιστορίας που περιδινείται σε ομόκεντρους
κύκλους, καθώς αντιμετριέται με την κυκλοθυμία της τύχης.

Για την αναπαράσταση της ζωής του θείου του, ο Καβανόζης επιστρατεύει τις προφορικές,
ηχογραφημένες μαρτυρίες οικείων του, αποσπάσματα βιβλίων και πληθώρα αρχείων της
εποχής, επιμένοντας στο ιδιωτικό σκέλος της έρευνάς του. Το όνομα «Τυχερό» ενός
χωριού στον Έβρο, που σημάδεψε το πεπρωμένο του Βολοβότση, όταν εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του εκεί μετά την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης, οπωσδήποτε κεντρίζει τη φαντασία του συγγραφέα. Τι τύχη, άραγε, επιφυλάχθηκε από την
Ιστορία σε αυτούς τους κατοίκους που ξεριζώθηκαν το 1922 από την πατρογονική τους γη;
Το Τυχερό, διαβάζουμε, που το 1930 δέχθηκε την ευλογία του Βενιζέλου, «ήταν
ελεγχόμενος χώρος από την καθεστηκυία τάξη στον εμφύλιο». Πώς έγινε και ο
Βολοβότσης εκδιώχθηκε από αυτό το χωριό των δεξιών για να πάει στα βουνά με τους
αντάρτες; Ήταν το τυχερό του ή το κακό του ριζικό; Τελικά, ο Βολοβότσης, Ταγματάρχης
στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, δεν έμελλε να επιστρέψει στο Τυχερό. Κατέφυγε στην
Ουγγαρία και έζησε διαπρέποντας ως δάσκαλος στο χωριό Μπελογιάννης, χτισμένο από
Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες, μέχρι το 1981, οπότε επέστρεψε στην Ελλάδα μαζί με τη
γυναίκα του.


Η ιστορία του Καβανόζη δεν ξεκινάει στο Τυχερό, αλλά από μία φωτογραφία, τη
φωτογραφία του εξωφύλλου. Η προσεγμένη φωτογραφική σύνθεση είναι απατηλή. Δεν
είναι μόνον ο επιχρωματισμός των μορφών τεχνητός, αλλά και η εγγύτητά τους, το
ανέφικτο της οποίας αποκατέστησε επιτήδειο μοντάζ. Τα τρία πρόσωπα, μητέρα, γιος και
πατέρας, ποτέ δεν αντίκρισαν τον ίδιο φωτογραφικό φακό. Η απαθανάτισή τους
αποκρύπτει το θανάσιμο κενό ανάμεσα στις ακριανές φιγούρες των γονιών, την απώλεια
του γιου, ο οποίος στις 29 Οκτωβρίου 1959 επιβιβάστηκε σε μια Ντακότα που κατέληξε
μοιραία.
«Μόνον της μοίρας των θυμάτων αι βουλαί είναι ανεξερεύνητοι» γράφει ένας
δημοσιογράφος σχολιάζοντας το αεροπορικό δυστύχημα. Η αρπαγή ενός νεαρού
δασκάλου από τους αντάρτες τον Απρίλιο του 1947, η πτώση ενός αεροσκάφους της
Ολυμπιακής το 1959, η επιθυμία ενός γιου να ξαναδεί ύστερα από δώδεκα χρόνια τον
εξόριστο πατέρα του, η επιτήδεια καλλιτεχνία ενός Ούγγρου φωτογράφου. Ποιος είναι ο
αρμός που συνέχει αυτές τις διαμελισμένες αφηγήσεις; Το ανεξερεύνητο τυχερό των
ανθρώπων, η άδηλη μοίρα τους. Ο Καβανόζης καταφέρνει να υποδείξει στα αναρίθμητα
επιμέρους περιστατικά την υποταγή τους σε μια ανερμάτιστη ειμαρμένη. Καταβάλλοντας
οπωσδήποτε τεράστιο κόπο, οργανώνει το οργιαστικό υλικό του προσδίδοντάς του την
αναρχία των συμπτώσεων που σημαδεύουν κάθε ζωή, η οποία οδεύει ανυποψίαστη προς
τη μόνη της βεβαιότητα. Το αποδεικνύει, άλλωστε, και η εθιμική μέριμνα των ζώντων, που
φρόντισαν να τα ρίξουν όλα στο ίδιο χωνευτήρι, τα «δυο τρία κοκαλάκια» του γιου μαζί με
τα οστά των γονιών του.
Ήταν γραφτό να γίνει, λέμε. Το γραφτό, όμως, κάθε ιστορίας εξαρτάται πάντοτε από τον
τρόπο που γράφεται. Και ο Καβανόζης έδειξε από την πρώτη σελίδα πως πρωτίστως αυτό
ακριβώς δεν σκόπευε να αμελήσει, τον τρόπο.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει