Γράφει (τις προσωπικές της επιλογές) η Στέλλα Ν. Καραμήτρου
Ξένη Πεζογραφία
Ο Βιβλιοπώλης του Σελινούντα
Του Roberto Vecchioni.
[…] σαν οι λέξεις να μη βρίσκονταν εκεί για να δηλώσουν κάτι άλλο, πέρα ακριβώς από τον ίδιο τους τον εαυτό· ήταν προσωπικότητες, όχι διερμηνείς, και μάλιστα τόσο βαθιές, τόσο ζωντανές, ώστε οι ίδιες τελικά να γίνονται τα πράγματα που περιγράφουν.
Παλιά, τότε που υπήρχε ακόμα το όνομα του Σελινούντα και οι λέξεις δεν είχαν πετάξει μακριά, ένας παράξενος βιβλιοπώλης κατέφθασε στον μικρό τόπο και θέλησε να κάνει τους κατοίκους κοινωνούς των βιβλίων του. Όχι δεν τα πουλούσε! Τους τα διάβαζε μόνο! Ωστόσο, δεν βρήκε κανέναν πρόθυμο ακροατή εκτός από τον μικρό Νικολίνο, που κρυφά το έσκαγε από το σπίτι του το βράδυ και κρυμμένος σε μια γωνιά πίσω από τις στοίβες των βιβλίων, άκουγε την μοναχική ανάγνωση και μαγευόταν από τον Προυστ, τον Ρεμπώ, τον Μπόρχες, τον Σωκράτη………
Με την ιστορία του βιβλιοπώλη, (που θα τον φανταστούμε σαν την χαρακτηριστική φιγούρα του «βιβλιοφάγου», έργο του Carl Spitzweg, 1850, που δεσπόζει στο εξώφυλλο), ο συγγραφέας αναδεικνύει την αξία των λέξεων, της γνώσης και των βιβλίων, αλλά υπενθυμίζει τη διακριτή παρουσία των διαφορετικών και τόσο πολύτιμων ανθρώπων. Το βιβλίο είναι ένα αναγνωστικό διαμάντι, απολαυστικό στην αφήγηση και ξεχωριστό στην ιδέα που αποτέλεσε τον πυρήνα της γραφής του. Η μετάφραση σε όμορφα ελληνικά είναι του Δημήτρη Παπαδημητρίου και η προσεγμένη έκδοση από την Κριτική.
Η Επιστροφή
Του Hermann Hesse
[…και ο κος Σλότερμπεκ αποβιβάστηκε στον σταθμό κρατώντας το κίτρινο δερμάτινο σακ-βουαγιάζ του, σαν ένας άνθρωπος που ταξιδεύει για δουλειές και νιώθει χαρά που του παρουσιάζεται ξανά η ευκαιρία να δει έναν τόπο που τον γνωρίζει από παλιά.]
“Στην πόλη Γκερμπερζάου έχουν παράδοση, κάθε νέος άντρας, προτού παντρευτεί, να δει ένα κομμάτι του κόσμου και να γνωρίσει ξένα ήθη. Οι περισσότεροι εκτιμούν τα πλεονεκτήματα της γενέθλιας γης και γυρίζουν πίσω. Καμιά φορά όμως συμβαίνει και κάποιος να μην γυρίσει πίσω και τότε το εν λόγω πρόσωπο ανάγεται σε δημοσιότητα που τυγχάνει απρόθυμης αναγνώρισης μολονότι βρίσκεται στα στόματα όλων.“
«Η επιστροφή» είναι ένα βιβλίο το οποίο γράφτηκε 110 χρόνια πριν. Ωστόσο, αυτό το οποίο προβάλλει ο συγγραφέας υπάρχει και σήμερα. Και με τον τρόπο με τον οποίο το φέρνει στο τώρα, αναδεικνύει ένα πρόσθετο συγγραφικό προσόν του. Επιλέγει την αφήγησή του να την κάνει από απόσταση. Δεν υπάρχει καμία θερμότητα ή ένταση στα γεγονότα, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να αντιλαμβάνεται την περιγραφή της κοινωνίας τού τώρα χωρίς κάποιο γεγονός να τον εγκλωβίζει στο τότε. Εμφανίζει ανάγλυφες τις παθογένειες των συντηρητικών κοινωνιών, τον ρατσισμό, την εχθρότητα σε καθετί διαφορετικό, κάνοντας το βιβλίο επίκαιρο και άχρονο. Είναι η διορατικότητα του συγγραφέα για την «εξέλιξη» των κοινωνιών, που τον εμπνέει και γράφει την Επιστροφή; Ή μήπως αυτού του είδους η γραφή, η οποία αντέχει στον χρόνο, απλώς μας δείχνει τα πρώτα βήματα ενός εκ των υστέρων νομπελίστα συγγραφέα; Ίσως και τα δύο!
Οι Υπολήψεις
Του Juan Gabriel Vasquez
«Η μνήμη έχει τη θαυμαστή ικανότητα ν’ αναθυμάται τη λήθη, την ύπαρξή της, την καραδοκία της, κι έτσι μας επιτρέπει να είμαστε σ’ εγρήγορση όταν δεν θέλουμε να ξεχάσουμε, και να ξεχνάμε όποτε θέλουμε».
«…φθαρμένοι κι αυτοί από τις διάφορες στρατηγικές που διαθέτει η ζωή για να φθείρει τους ερωτευμένους, απ’ τα υπερβολικά ταξίδια ή την υπερβολική παρουσία, απ’ το συσσωρευμένο βάρος των ψεμάτων ή των ανοησιών ή των προσβολών ή των λαθών, των πραγμάτων που λέγονται σε λάθος στιγμή και με άμετρα ή ακατάλληλα λόγια ή αυτά που, μη βρίσκοντας ίσως κατάλληλα ή μετρημένα λόγια, δεν ειπώθηκαν ποτέ, ή επίσης φθαρμένοι από μια κακή μνήμη, ναι, απ’ την ανικανότητα να θυμηθούν το ουσιώδες και να ζήσουν μέσα σ’ αυτό…»
Στις «Υπολήψεις» το ύφος του συγγραφέα, ο οποίος συγκαταλέγεται ανάμεσα στους καλύτερους εκπροσώπους της γενιάς του, είναι δωρικό, αυστηρό και ταυτόχρονα πλούσιο, ενώ πραγματεύεται δια της ιστορίας του Μαγιαρίνο, ενός επιτυχημένου πολιτικού σκιτσογράφου, ζητήματα που συναντούμε στο έργο αυτού του βαθιά πολιτικού συγγραφέα: ο ρόλος της μνήμης, η βία, ο ρόλος του δημόσιου διανοούμενου που μπορεί να ζει στο περιθώριο μολονότι με το έργο του επηρεάζει τις υπολήψεις των πολιτών.
Η γραφή του Βάσκες επίμονα διεισδυτική, και με εμμονές για το παρελθόν, που λειτουργεί ως επαναπροσδιοριστικό στοιχείο τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Η επιρροή του παρελθόντος στους χαρακτήρες του είναι αναπότρεπτη και ο ίδιος τούς αντιμετωπίζει ως όντα που θα πρέπει να διερευνηθούν από την αρχή. Προστιθέμενη αξία στο βιβλίο δίνει η εξαιρετική, μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη.
Σενάριο Γάμου
Του Jeffry Eugenidis
“Η Μάντλιν και ο Ντάμπνι χώρισαν το καλοκαίρι και δεν υπάρχει καλύτερη εποχή από το καλοκαίρι για να ξεχάσεις κάποιον. Για πρώτη φορά χαιρόταν που είχε τόσο κοινωνικούς γονείς. Με όλα τα κοκτέιλ πάρτι και τα κεφάτα δείπνα στη λεωφόρο Γουίλσον, λίγος καιρός της έμενε για να ασχοληθεί με τον εαυτό της».
Η Μάντλιν είναι μια ανεπιτήδευτη -και όχι κουλτουριάρα- γυναίκα που αγαπά την ρομαντική λογοτεχνία του 19ου αιώνα για αυτό και η πτυχιακή της έχει ως θέμα «ο ερωτηματικός τύπος: προτάσεις γάμου και η αυστηρά περιορισμένη σφαίρα του γυναικείου». Επίγραμμά της είναι η φράση του Τρόλοπ «δεν υπάρχει ευτυχία στον έρωτα παρά μονάχα στο τέλος ενός αγγλικού μυθιστορήματος».
Το βιβλίο είναι μάλλον «αισθηματικό» ή έστω «κοινωνικό», ενώ ο χαρακτηρισμός «ερωτικό τρίγωνο» για την σχέση της Μάντλιν με του δύο άντρες είναι άκυρος, εφόσον οι σχέσεις δεν είναι παράλληλες. Η γραφή του Ευγενίδη είναι πολυδιάστατη, ρεαλιστική και με ανάλαφρο χιούμορ και δικαιώνει τις επιλογές της ηρωίδας του, η οποία γράφει το δικό της «σενάριο γάμου».
Ενάντια στη Μέρα
Του Thomas Pyntson
«-Α, το μόνο που έχεις να κάνεις εδώ, είναι να κάτσεις ακίνητος και αργά ή γρήγορα θα περάσουν όλοι όσοι γνωρίζεις, ολόκληρη η ζωή σου, χοροπηδώντας σαν μεξικάνικα φασόλια».
«Ήταν έτοιμος να φερθεί σαν τυπικός τζέντλεμαν αλλά εκείνη πήρε μόνη της την καρέκλα της χωρίς πολλά-πολλά και έτσι ο Φρανκ κάθισε ξανά, κάπως σαστισμένος ακόμη».
Αναρχικοί, αεροπλόοι, τζογαδόροι, μεγιστάνες του πλούτου, ναρκομανείς, αθώοι και διεφθαρμένοι, μαθηματικοί, τρελοί επιστήμονες, σαμάνοι, πνευματιστές και ταχυδακτυλουργοί, κατάσκοποι, ντετέκτιβ, απατεώνισσες και μισθοφόροι προσπαθούν να ζήσουν την ζωή τους άλλες φορές με επιτυχία και άλλες όχι.
Στο μεταξύ ο Πίντσον ενεργεί όμως συνήθως. Οι χαρακτήρες σταματούν ότι κάνουν για να τραγουδήσουν ως επί το πλείστον ανόητα τραγούδια. Εξασκούνται σε αλλόκοτες σεξουαλικές πρακτικές. Μιλάνε άγνωστες γλώσσες. Βιώνουν μια ψεύτικη θρησκευτικότητα και μια βλακώδη ακαματοσύνη. Αυτό που περιγράφεται ίσως να μην είναι ο πραγματικός κόσμος αλλά, με μια-δυο μικρές προσαρμογές, ο κόσμος όπως θα μπορούσε να είναι.
Συγχωρείν
Του Jacques Derrida
«Οφείλω να ζητήσω συγχώρηση για να είμαι δίκαιος. Οφείλω να ζητήσω συγχώρεση ούτως ώστε να είμαι δίκαιος, για να είμαι δίκαιος, αποβλέποντας στο να είμαι δίκαιος, αλλά επίσης οφείλω να ζητήσω συγχώρηση επειδή είμαι δίκαιος, για το γεγονός ότι είμαι δίκαιος, γιατί είμαι δίκαιος, γιατί, για να είμαι δίκαιος, είμαι άδικος και προδίδω».
Ο Ντεριντά διαπιστώνει πως αρκετά συχνά συγχέουμε τη συγχώρεση με συγγενείς έννοιες, όπως της μεταμέλειας, της συγνώμης, της παραγραφής και της αμνηστίας εκ των οποίων κάποιες συνδέονται με το ποινικό δίκαιο στο οποίο όμως η συγχώρηση δεν θα έπρεπε να ανάγεται. Ο φιλόσοφος επισημαίνει τη θεατρική διάσταση της συγχώρησης καθώς το σκηνικό και η γλώσσα μέσα στην οποία κάθε φορά αυτή διαδραματίζεται προκύπτει από μια θρησκευτική κληρονομιά, που ο Ντεριντά αποκαλεί αβρααμική, μια κοσμοπολιτική κουλτούρα που συνδυάζει το στοχασμό των Στωικών με τη χριστιανική διδασκαλία του απόστολου Παύλου. Η συγχώρηση για τον Ντεριντά δεν πρέπει να είναι κανονική, κανονιστική, δηλαδή να έχει εξομαλυντικό χαρακτήρα. Αντίθετα, οφείλει να διατηρεί τον έκτακτο και εξαιρετικό της χαρακτήρα.