Το λιμάνι έζησε πρόσφατα ημέρες γεωπολιτικής λάμψης. «Ήρθε το δολάριο», δηλαδή ο στρατός των Η. Π. Α. και το χρησιμοποίησε ως σταθμό για τις ασκήσεις του. Αυτή όμως η φωτοβολίδα δεν μπόρεσε να αποκρύψει το γεγονός ότι η αποκρατικοποίησή του μετά τον αρχικό ενθουσιασμό που οδήγησε στην ολοκλήρωση της πρώτης φάσης της ιδιωτικοποίησής του τον Οκτώβριο του 2020, έπεσε σε «χειμερία νάρκη». Τα υπουργεία τηρούσαν «σιγή ιχθύος». Το ΤΑΙΠΕΔ και το Υπερταμείο είχαν εσωτερικά προβλήματα. Η διοίκηση του Ο.Λ.Α. είναι, έτσι και αλλιώς, διακοσμητικό φυτό. Η Κυβέρνηση δικαιολογούσε αυτήν την αδράνεια χρησιμοποιώντας το άλλοθι της πανδημίας. Προσπαθούσε να βρει δικαιολογίες ακόμη και για το αρνητικό των εσόδων ύψους 45 εκατομμυρίων ευρώ από αποκρατικοποιήσεις. Θλιβερό ρεκόρ δεκαετίας. Και μάλιστα για μια Κυβέρνηση «φιλελεύθερη».
Τελικά φαίνεται ότι οι ελάχιστοι φωτοδότες υπουργοί και κυβερνητικά στελέχη που κατανοούν τις ανάγκες και τις προτεραιότητες τις Ελληνικής Οικονομίας στην οδό της ανάκαμψης, έπεισαν το γραφείο του Πρωθυπουργού ότι πρέπει άμεσα να προχωρήσουν οι μεγάλες επενδύσεις που σηματοδοτούν την οικονομική αναγέννηση της χώρας. Μεταξύ αυτών είναι πλέον η αποκρατικοποίηση/ιδιωτικοποίηση του Λιμανιού της Αλεξανδρούπολης. Μετά το ξύπνημα από τον «βαθύ ύπνο», αποφασίσθηκε να ξεκινήσουν και πάλι οι διαδικασίες της δεύτερης φάσης του διαγωνισμού για την ανάδειξη του τελικού επενδυτή, ο οποίος θα είναι αμερικανικών συμφερόντων. Η περίπτωση του Οργανισμού Λιμένα Αλεξανδρούπολης και του Ι. Σαββίδη έχει αποκλεισθεί διά «ποινής ροπάλου».