Σήμερα γιορτάζει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας καθὼς τιμᾶμε τὴν ἀναστήλωση τῶν ἁγίων εἰκόνων μας καὶ θυμόμαστε τοὺς
ἀγῶνες ποὺ ἔγιναν, μέχρι νὰ πάρουν τὴν σωστὴ «θέση» ποὺ ἔχουν, μέσα στοὺς Ναοὺς καὶ στὰ σπίτια μας.
Ἕνας ἱστορικὸς ὀνόμασε τὴν σημερινὴ γιορτὴ «θρίαμβο τοῦ ἑδραίου ἑλληνι- σμοῦ». Καὶ πράγματι εἴμαστε οἱ Ὀρθόδοξοι Ἔλληνες, οἱ μόνοι ποὺ ἐπιμένουμε στὸν κόσμο ὅτι τὸ κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο ἀξίζει νὰ διατηρεῖται ὅσο γίνεται περισσότερο στὴν μνήμη τῆς ἱστορίας. Οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι, πιστεύοντας ὅτι οἱ ψυχὲς ζοῦν καὶ μετὰ τὸν θάνατο, ὅμως τὰ σώματα χάνονται
γιὰ πάντα, προσπαθοῦσαν νὰ τὰ διατηρήσουν στὴν μνήμη τους λαξεύοντάς τα στὰ μάρμαρα. Ὅταν ὅμως ἔμαθαν ἀπὸ
τὸν Ἀπόστολο Παῦλο ὅτι καὶ τὰ σώματά μας θὰ ἀναστηθοῦν στὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, τότε ἀναθάρρησαν
καὶ ἀποτύπωσαν τὶς μορφὲς στὶς γνωστὲς ψηφιδωτὲς καὶ ζωγραφικὲς παραστάσεις ποὺ κοσμοῦν τοὺς Ναούς μας
τῶν Ὀρθοδόξων μέχρι καὶ σήμερα. Εἴμαστε ὁ μόνος λαὸς πάνω στὴ γῆ, ὁ ὁποῖος σταθερά, ἀπὸ τὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχὴ μέχρι καὶ σήμερα, ἀποδίδει τιμὴ καὶ ἀξία στὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο. Στὴν θεία Λειτουργία μας ἀπευθυνόμαστε στὸν Θεὸ Πατέρα, βλέποντας ὅμως τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ οὔτε τὸ εἶδε κανείς, οὔτε μπορεῖ νὰ τὸ δεῖ. Ὅμως, τὸν Χριστὸ τὸν εἴδαμε καὶ ἐκεῖνος μᾶς εἶπε: «ὅποιος βλέπει ἐμένα, βλέπει καὶ τὸν Πατέρα».
Ὁ Χριστὸς ἦταν κατὰ πάντα ἄνθρωπος, ὅπως εἴμαστε ἐμεῖς, μόνο ποὺ ὡς Θεὸς ἁμαρτία δὲν ἔπραξε ποτέ. Μᾶς δίδαξε
πὼς ὅ,τι κάνουμε στοὺς ἄλλους συνανθρώπους μας, τὸ εἰσπράττει ἐκεῖνος. Ἐπάνω ἀπὸ τὸν σταυρό του στὸν φρικτὸ
Γολγοθᾶ, φωνάζοντας «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατὶ μὲ ἐγκατέλειψες», ὁ ἴδιος ὡς Θεός, «ἐνάντια» στὸν Θεό, πῆρε τὸ
μέρος μας γιὰ πάντα. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία συναντᾶ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ «τὸν μόνο φιλάνθρωπο» Θεό, ὁ ὁποῖος
ὡς ὁμοιοπαθὴς μ’ ἐμᾶς θὰ μᾶς κρίνει τὴν ἔσχατη ἡμέρα τῆς κρίσεως μὲ κριτήριο τὴν ἀγάπη καὶ τὴν φιλανθρωπία
του. Ἔτσι, στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ζωγραφίζοντας τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, στὴν πραγματικότητα τιμᾶμε τὴν ἀνθρώπινη ὑπόστασή μας καὶ τὴν δυνατότητα ποὺ ἔχει νὰ γίνει «κατὰ χάριν» θεία. Ὁπότε, ἡ σημερινὴ γιορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας δὲν εἶναι τιμὴ πρὸς τὸν Θεὸ (ὁ ὁποῖος δὲν τὴν ἔχει ἐξάλλου ἀνάγκη), εἶναι τιμή πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ ὑπόσταση, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς πῆρε καὶ φόρεσε τὴν σάρκα μας.
Ἀγαπητοί μου,
Ἀκούω πολλοὺς νὰ ἀναφέρονται συχνὰ στὴν ἀξία καὶ τὴν ὑπεροχὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅμως σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι «Ὀρ- θοδοξία», ὡς φιλοσοφικὴ ἢ θρησκευτικὴ θεωρία δὲν ὑπάρχει. Ὑπάρχει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὄχι ὡς θεωρία ἀλλὰ
ὡς τρόπος ζωῆς, πνευματικῆς ζωῆς, τῆς γνωστῆς «κατὰ Χριστὸν ζωῆς». Αὐτὸν τὸν τρόπο ζωῆς μᾶς προτείνει ἡ Ἐκκλησία. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει ὁρισμὸς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία, δὲν ὁρίζεται, δὲν ἔχει ὅρια, εἶναι «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας».
Εἶναι «ἐπαγγελία ζωῆς τῆς νῦν καὶ τῆς μελλούσης». Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει τρόπους γιὰ νὰ ζήσουμε σ’αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο, κάτω ἀπὸ τὸ πρίσμα τῆς κοινῆς ἀναστάσεως. Ἀφοῦ μᾶς βεβαιώνει ὅτι θὰ ἀναστηθοῦμε μιὰ ἡμέρα ὅλοι μας ἀνεξαιρέτως, τότε ἡ ζωή μας ἔχει ἄλλη προοπτική. Δὲν εἴμαστε ὅ,τι τρῶμε οὔτε «ὁ μαιευτήρας ξαποστέλνει στὸν νεκροθάφτη». Ἡ ζωή μας ἔχει σημασία ἐπειδὴ δὲν θὰ γνωρίσει τέλος. Γι’αὐτὸ καὶ ἡ εὐθύνη τοῦ καθενός μας γιὰ τὴν αἰωνιότητα τῆς ὑπάρξεώς του, εἶναι τεράστια. Ὁ Θεὸς μᾶς ἔπλασε ἐλεύθερους γιὰ νὰ καθορίζουμε τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον μας.
Δὲν εἴμαστε παιχνιδάκια στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ οὔτε πιόνια κάποιας μοίρας ἢ τύχης. Εἴμαστε ἐλεύθεροι διαχειριστὲς
τῆς ζωῆς μας. Ἂν θέλουμε μποροῦμε, εἴτε νὰ τὴν καταστρέψουμε εἴτε νὰ τὴν μπολιάσουμε στὴν ζωὴ τοῦ Θεοῦ «διὰ
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Κι αὐτό, μόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ μὲ τοὺς τρόπους τῆς Ἐκκλησίας ἐπιτυγχάνεται.
Τὶς τελευταῖες δεκαετίες στὴν Πατρίδα μας ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει μιὰ μοναδικὴ στὴν συνολικὴ Ἱστορία της ἀμφισβήτηση. Ὄχι τόσο γιὰ τὸ πνευματικὸ μήνυμά της (ἂν καὶ αὐτὸ εἶναι πλέον ἄγνωστο στοὺς Ἕλληνες), ὅσο κυρίως γιὰ τὴν ἀνάμιξή της στὴν καθημερινότητα τῆς ζωῆς τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν (ποὺ σ’ ἕνα μεγάλο ποσοστὸ εἶναι καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί). Μιὰ καχυποψία χωρὶς προηγούμενο γιὰ τὴν ὁποία βέβαια οἱ ὑπεύθυνοι ἐκκλησιαστικοὶ ἔχουμε τὶς εὐθύνες μας καὶ θὰ δώσουμε λόγο στὸ Θεὸ
γι’αὐτές. Ὅμως, στὴν ἐποχή μας, ποὺ οἱ συγκρούσεις τῶν πολιτισμῶν ἤδη ἄρχισαν στὸν πλανήτη μας, οἱ Ἕλληνες ἔχουμε νὰ ἐπιλέξουμε. Ἢ θὰ βγοῦμε στὸ ξέφωτο, χωρὶς καμμιὰ ἐξάρτυση ἢ θὰ φορέσουμε τὸ κοστούμι τῆς Ὀρθοδοξίας (ἂν βεβαίως «μᾶς ταιριάζει» ἀκόμα), ὡς ἰδιοπροσωπία τοῦ πολιτισμοῦ μας καὶ προσωπικὸ χαρακτηριστικὸ τῆς φυλῆς μας, τουλάχιστον τῶν τελευταίων δυὸ χιλιάδων χρόνων.
Γιὰ τὴν Ὀρθ. Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, δὲν ὑπάρχει δίλημμα. Εἶναι πιὰ ἀνάγκη νὰ περιοριστεῖ στὸν εὐαγγελισμὸ τῶν Ἑλλήνων, τὸν ὁποῖο παραμέλησε καὶ νὰ πάρει πίσω τὰ ἱερά της σύμβολα καὶ τὰ θεσμικὰ στηρίγματα τὰ ὁποῖα εἶχε «δα-
νείσει» μετὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821 στὸ ὑπὸ σύσταση, τότε, Κράτος μας.
Ὁ Μητροπολίτης σας
✥ Ὁ Ἀλεξανδρουπόλεως Ἄνθιμος