Γράφει ο Δημήτρης Θρακιώτης-Ιστορικός
Σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση μετρά πολύ περισσότερο από μισό αιώνα
ιστορίας. Ο απολογισμός της πορείας της Ενωμένης Ευρώπης είναι εντυπωσιακός.
Από το περιορισμένο πεδίο κοινής δράσης της Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα
πέρασε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), όπου τέθηκαν οι βάσεις της
οικονομικής ενοποίησης. Η μετεξέλιξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε μια
Οικονομική, Νομισματική και Πολιτική Ένωση ήταν το κυρίαρχο στοιχείο των
ζυμώσεων στη δεκαετία του 1980 που οδήγησε στις αρχές της δεκαετίας του 1990
στην ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την συνθήκη του Μάαστριχτ ανοίγοντας
ένα νέο κεφάλαιο στη διαδικασία μιας διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της
Ευρώπης.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ, ΠΟΛΙΤΙΚΟ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η πορεία της πολιτικής ενοποίησης των κρατών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας
δεν ήταν εύκολη. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν παράγοντες, οι οποίοι προέκυψαν
στο εξωτερικό πολιτικοοικονομικό περιβάλλον της Κοινότητας. Η ιστορική συγκυρία
όπως είχε διαμορφωθεί με την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την ενοποίηση
της Γερμανίας, καθώς και η διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, κατέστησε
επιτακτική τη ριζική αναθεώρηση των ιδρυτικών συνθηκών της Κοινότητας,
προκειμένου να διευκολύνεται η προσαρμογή της τελευταίας στη νέα ευρωπαϊκή
αλλά και παγκόσμια πραγματικότητα. Οι θεμελιακές αλλαγές στο χώρο της
Ανατολικής Ευρώπης με την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού
σοσιαλισμού το 1989 μετέβαλαν ριζικά το ευρωπαϊκό περιβάλλον μέσα στο οποίο
είχε μέχρι τότε σχηματοποιηθεί και αναπτυχθεί η διαδικασία της ευρωπαϊκής
ολοκλήρωσης.
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε
σήμαινε την κατάργηση των συνθηκών που είχαν παράγει την ιδεολογία στους τομείς
επικέντρωσης και το πλαίσιο της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Έτσι
ανέκυπταν ερωτήματα για το ρόλο της Κοινότητας στους τομείς εξωτερικής
πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Οι συνθήκες ήταν πλέον κατάλληλες για την
εμβάθυνση της Κοινότητας στην οποία συμφωνούσαν όλα τα κράτη μέλη εκτός της
Μεγάλης Βρετανίας. Ακόμη, ένα «πακέτο» παραγόντων όπως η έξαρση του
εθνικισμού, ο 1 ος πόλεμος του Κόλπου αλλά ιδιαίτερα η κρίση και ο πόλεμος της
Γιουγκοσλαβίας ανέδειξαν ένα θεσμικό κενό στους τομείς εξωτερικής πολιτικής και
πολιτικής ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, προκειμένου να διαδραματίσει
ουσιαστικό ρόλο στην ευρωπαϊκή αλλά και στη διεθνή σκηνή.
Η ενοποίηση της Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας απείλησε να ανατρέψει
τις βασικές αρχές και ισορροπίες πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε η Κοινότητα,
καθώς πλέον τίθεντο ζητήματα σχετικά με τις συνέπειες της ενσωμάτωσης της
Ανατολικής Γερμανίας, ως τμήμα της ενοποιημένης πλέον Γερμανίας, καθώς και με
τις πολιτικές προεκτάσεις και επιπτώσεις της στην ευρωπαϊκή ισορροπία,
σταθερότητα και ενοποιητική δυναμική. Ήταν πλέον διάχυτος ο φόβος κυριαρχίας
της Γερμανίας ως αναδυόμενης ευρωπαϊκής υπερδύναμης. Αυτούς τους φόβους
προσπάθησε να διαλύσει ο τότε καγκελάριος της Γερμανίας Χέλμουτ Κόλ. Ο
Γερμανός καγκελάριος επιθυμούσε την ένταξη της ενωμένης Γερμανίας στην
Ευρωπαϊκή Κοινότητα, καθησυχάζοντας έτσι όσους ανησυχούσαν για το ενδεχόμενο
μιας Ευρώπης κάτω από γερμανική στέγη.
Οι αλλαγές αυτές επέβαλαν την αναζήτηση μιας νέας ευρωπαϊκής
αρχιτεκτονικής. Βαθμιαία στη διαδικασία του εννοιολογικού προσδιορισμού της νέας
ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής αρχίζει να εμφανίζεται, ως βασική παράμετρος ο
σταθεροποιητικός ρόλος που θα μπορούσε να διαδραματίσει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα
με τη βαθμιαία ενσωμάτωση των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Η επιθυμία
ένταξης στην Κοινότητα των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης καθώς και η
αναγνώριση του ρόλου της στη νέα ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων, έθεσαν
αναπόφευκτα ως αίτημα τον επαναπροσδιορισμό του πολιτικού της ρόλου, της
ταυτότητας και της διεθνούς παρουσίας της. Γενικότερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι
οι ανωτέρω παράγοντες οδήγησαν τελικά στην ανάληψη πρωτοβουλιών για την
εμβάθυνση της πολιτικής ενοποίησης παράλληλα με την εγκαθίδρυση της
οικονομικής και νομισματικής ένωσης.
Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΜΑΑΣΤΡΙΧΤ
Καθοριστικός παράγοντας για την πορεία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της
Ευρωπαϊκής Ενοποίησης υπήρξε η ανάληψη της θέσης του προέδρου της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής από τον Jacques Delors στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η
οποία σηματοδότησε μια νέα δυναμική στο θεσμό της Κοινότητας. Ο Delors γρήγορα
αναδείχθηκε σημαντικός παράγοντας-σημαντική προσωπικότητα στα ευρωπαϊκά
τεκταινόμενα. Το όνομά του έγινε πασίγνωστο όταν το 1985 κατέθεσε τη «Λευκή
βίβλο» όπου όριζε ένα χρονοδιάγραμμα για την ολοκλήρωση της Ενιαίας
Ευρωπαϊκής Αγοράς μέχρι τη 1 η Ιανουαρίου 1993.
Η Ολοκλήρωση της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης και ουσιαστικά η
ολοκλήρωση της πρώτης αναθεώρησης των συνθηκών της Ρώμης πραγματοποιήθηκε
τον Δεκέμβριο του 1991 στην ολλανδική πόλη Μάαστριχτ. Η συνθήκη του
Μάαστριχτ, γνωστή και ως συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελεί ορόσημο
στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Τα δώδεκα κράτη μέλη αποφάσισαν να
θέσουν ένα φιλόδοξο πρόγραμμα δημιουργώντας νέο πλαίσιο έχοντας ως τελικό
στόχο τη νομισματική ενοποίηση με την καθιέρωση ενός ενιαίου νομίσματος, το
ευρώ, εξαρτώμενο από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Το ευρώ άρχισε να
χρησιμοποιείται στις οικονομικές συναλλαγές (όχι τοις μετρητοίς) το 1999 και το
2002 κανονικά μεταξύ των χωρών μελών. Η ενοποιητική δυναμική που
διαμορφώθηκε την περίοδο 1989-1990, με τη βαθμιαία υλοποίηση των ρυθμίσεων
της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης και ιδιαίτερα των ρυθμίσεων και του προγράμματος
της «Λευκής Βίβλου» για την εγκαθίδρυση της ενιαίας εσωτερικής αγοράς, συνέβαλε
σημαντικά στη διαδικασία για την πλήρη οικονομική και νομισματική ένωση.
Η συνθήκη του Μάαστριχτ προσέθεσε νέους τομείς διακυβερνητικής
συνεργασίας στο υπάρχον κοινοτικό σύστημα. Με τη συνθήκη αυτή ιδρύεται η
Ευρωπαϊκή Ένωση, ένα σύνθετο οικοδόμημα το οποίο αποτελούν τρεις πυλώνες, Η
Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας
(ΚΕΠΠΑ) και η Συνεργασία στους τομείς Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων
(ΣΔΕΥ). Κύριο χαρακτηριστικό του πρώτου πυλώνα ήταν η εισαγωγή της
διαδικασίας της «συναπόφασης» με την οποία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
καθίσταται πραγματικός συννομοθέτης με το Συμβούλιο σε συγκεκριμένους τομείς
αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν εκδίδονται νομοθετικές πράξεις για ένα
σύνολο σημαντικών θεμάτων. Τα θέματα αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν την
ελεύθερη διακίνηση των εργαζομένων, την εσωτερική αγορά, την εκπαίδευση, την
έρευνα, το περιβάλλον, τα διευρωπαϊκά δίκτυα, την υγεία, τον πολιτισμό, την
προστασία των καταναλωτών κ.α. Ακόμη, χαρακτηριστικό στοιχείο του πρώτου
πυλώνα είναι ότι καθιερώνει την αρχή της ιθαγένειας, βάσει της οποίας πολίτης της
Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι κάθε πρόσωπο που έχει την υπηκοότητα ενός κράτους-
μέλους. Δικαιώματα του πολίτη της Ευρωπαϊκής ένωσης είναι το δικαίωμα
εγκατάστασης και εργασίας σε οποιαδήποτε περιοχή των κρατών-μελών της Ένωσης
και το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στις εκλογές του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές στο κράτος-μέλος της κατοικίας
τους. Η πιο εντυπωσιακή αλλά και ουσιαστική εξέλιξη όμως ήταν η απόφαση για τη
πορεία προς ένα νέο αλλά ανεξερεύνητο πεδίο, αυτό της Οικονομικής και
Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), η οποία ολοκληρώθηκε όπως προαναφέρθηκε στις
αρχές του 2002 με την κυκλοφορία του ευρώ.
Κυρίαρχο στοιχείο του δεύτερου πυλώνα είναι η υλοποίηση της συνεργασίας
των κρατών μελών πάνω σε μια ενιαία αμυντική και εξωτερική πολιτική. Κυρίαρχος
είναι ο ρόλος του Συμβουλίου που αποφασίζει κατά κανόνα με ομοφωνία, ενώ ο
ρόλος της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι περιορισμένος. Σκοπός
του δεύτερου πυλώνα (ΚΕΠΠΑ) είναι η διαφύλαξη κοινών αξιών, ενίσχυση της
ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών-μελών, διατήρηση της ειρήνης
και ενίσχυση της διεθνούς ασφάλειας, ανάπτυξη και εδραίωση της δημοκρατίας και
του κράτους-δικαίου. Ακόμη η ΚΕΠΠΑ καθόριζε τους τρόπους επίτευξης των
στόχων που ήταν η συστηματική συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών σε όλα τα
θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Όποτε κρινόταν αναγκαίο το
Συμβούλιο έπρεπε να καθορίζει κοινές θέσεις σύμφωνα με τις οποίες τα κράτη-μέλη
έπρεπε να διασφαλίζουν ότι οι εθνικές πολιτικές τους θα συμμορφώνονται. Κατά τη
λήψη απόφασης καθοριζόταν ότι οι αποφάσεις εφαρμογής θα λαμβάνονταν με ειδική
πλειοψηφία. Η σημασία του δεύτερου πυλώνα έγκειται στο γεγονός της εισαγωγής
δύο νέων σημαντικών στοιχείων στη διαδικασία ολοκλήρωσης της Δυτικής Ευρώπης.
Στη δυνατότητα λήψης ορισμένων σχετικών αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία και
στην ένταξη της άμυνας στο πρόγραμμα πολιτικής.
Ο τρίτος πυλώνας εκτείνεται σε θέματα Δικαιοσύνης και Εσωτερικών
Υποθέσεων όπου τα κράτη-μέλη συνεργάζονται σε διακυβερνητική βάση. Θέματα
ενδιαφέροντος είναι η πολιτική ασύλου, η μεταναστευτική πολιτική, τα δικαιώματα
των υπηκόων τρίτων χωρών, η καταπολέμηση των ναρκωτικών και της διεθνούς
απάτης, η δικαστική συνεργασία σε αστικές και ποινικές υποθέσεις, η τελωνειακή και
αστυνομική συνεργασία και η καταπολέμηση του εμπορίου λευκής σαρκός και όχι
μόνο (trafficking). Τα μέτρα που θα λαμβάνονται σε σχέση με αυτά τα θέματα θα
πρέπει να είναι εναρμονισμένα με τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η σημασία του τρίτου πυλώνα είναι ότι δημιουργήθηκε
μια νομική βάση για τη συνεργασία σε διάφορους τομείς δραστηριότητας που
παλιότερα αντιμετωπίζονταν σε εθνική βάση είτε αποτελούσαν αντικείμενο μιας
άτυπης συνεργασίας. Ο δεύτερος και ο τρίτος πυλώνας ακολουθούν περισσότερο
διακυβερνητικά πρότυπα, αποφεύγοντας σε κάποιο βαθμό την εμβάθυνση της
θεσμικής ενοποίησης.
Με τη καθιέρωση των τριών πυλώνων ενισχύεται ο ρόλος του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου στη διαδικασία λήψης αποφάσεων αλλά και στον κοινοβουλευτικό
έλεγχο. Ενισχύονται τα στοιχεία δημοκρατικού ελέγχου στο πολιτικό σύστημα και
μειώνεται το λεγόμενο δημοκρατικό έλλειμμα. Ενισχύεται ο ρόλος της ειδικής
πλειοψηφίας, δηλαδή το σύστημα το οποίο βασίζεται στην αρχή στάθμισης των
ψήφων των κρατών-μελών. Εισάγεται επίσης η αρχή της επικουρικότητας, η οποία
τονίζει το ρόλο των κρατών για την ανάληψη δράσης που ταιριάζει καλύτερα στο
επίπεδο των κρατών και όχι στο υπερεθνικό. Δηλαδή, δεν χρειάζονται κοινοτικές
πολιτικές για όλα, ενώ η Κοινότητα θα αναμειγνύεται μόνο όταν οι εθνικές πολιτικές
δεν θα είναι ικανές να επιλύσουν τα προβλήματα. Έτσι τονίζεται ο συνεργατικός
χαρακτήρας των σχέσεων μεταξύ των κρατών. Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε τη
στάση της Μεγάλης Βρετανίας η οποία ήταν επιφυλακτική καθώς θεωρούσε ότι η
εθνική δράση και οι εθνικές πολιτικές θα αποτελέσουν τον κανόνα. Οι διαμάχες θα
επιλύονταν μόνο από το κοινοτικό δικαστήριο. Διαφωνία θα μπορούσε να προκύψει
μόνο όταν μια πλειοψηφία των κρατών επέμενε να ληφθούν μέτρα σε ευρωπαϊκό
επίπεδο. Ακόμη, προβάλλεται μια ήπια μορφή άσκησης εθνικής κυριαρχίας
προχωρώντας σε μια με διακυβερνητικό πρόσωπο.
Ολοκληρώνοντας για την συνθήκη του Μάαστριχτ μπορούμε να πούμε ότι
επέφερε στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα ένα βαθύ μετασχηματισμό. Οι συνθήκες που
είχαν στη πρώτη φάση καθαρό οικονομικό χαρακτήρα τώρα πολιτικοποιούνται.
Προσέδωσε δε στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα τρία χαρακτηριστικά στοιχεία. Πρώτο,
ότι έχουμε την εκχώρηση περισσότερων εθνικών αρμοδιοτήτων των κρατών μελών
στα ευρωπαϊκά όργανα. Δεύτερο, Η Ευρωπαϊκή Ένωση εμφανίζεται να έχει ενιαίο
θεσμικό πλαίσιο και τρίτο, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εξελικτικό χαρακτήρα καθώς
αναγνωρίζεται για πρώτη φορά η ανάγκη αναθεώρησης της Συνθήκης το 1996. Η
Συνθήκη του Μάαστριχτ είναι η πρώτη συνθήκη που προβλέπει ρητά την
αναθεώρηση ορισμένων διατάξεών της με διακυβερνητική διάσκεψη. Σε ένα σημείο
που θα πρέπει να σταθούμε είναι ότι η συνθήκη του Μάαστριχτ συνάντησε δυσκολίες
κατά την επικύρωσή της, γεγονός που οδήγησε στην επαναδιαπραγμάτευση και τον
επαναπροσδιορισμό ορισμένων θεμάτων. Η διαδικασία επικύρωσης της Συνθήκης σε
ορισμένα κράτη-μέλη έλαβε τη μορφή δημοψηφίσματος και συνεπώς ανοιχτής
αντιπαράθεσης και πολιτικοποίησης. Τα δημοψηφίσματα αποκάλυψαν προβλήματα
και παθογένειες της Συνθήκης που φάνηκαν να αποτελούν συμπτώματα μιας κρίσης
νομιμοποίησης, δηλαδή κρίσης αποδοχής των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης από
τους λαούς της Ευρώπης. Ο τρόπος αποδοχής της Συνθήκης του Μάαστριχτ από τους
πολίτες των κρατών-μελών φανέρωνε αδιαφορία και σε ορισμένες χώρες
επιφυλακτικότητα και μερικές φορές άρνηση. Χαρακτηριστική η περίπτωση της
Δανίας όπου η επικύρωση της Συνθήκης πραγματοποιήθηκε με δεύτερο
δημοψήφισμα. Η Συνθήκη υπογράφηκε από τους αρχηγούς των κρατών-μελών στις
7 Φεβρουαρίου 1992 και τέθηκε σε εφαρμογή τη 1 η Νοεμβρίου 1993.
Γενικότερα για την πορεία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας προς την ενοποίηση
και ολοκλήρωση μπορούμε να πούμε ότι, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980
άρχισαν να γίνονται αντιληπτά από τους πολιτικούς και τους οικονομικούς κύκλους
της Ευρώπης το μέγεθος και η σημασία των διεθνών προκλήσεων, πράγμα το οποίο
οδήγησε στην εύρεση λύσεων που αφορούσαν την οικονομική αναζωογόνηση και
αύξηση της ανταγωνιστικότητας των θεσμικών ευρωπαϊκών προϊόντων, τη θεσμική
μεταρρύθμιση και βελτίωση της λειτουργίας των ευρωπαϊκών οργάνων, ιδιαίτερα
στους τομείς άμυνας, ασφάλειας αλλά και δικαιοσύνης.
ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι από την εποχή της
Ευρωπαϊκής Ένωσης Άνθρακα και χάλυβα μέχρι τη σημερινή μορφή της Ευρωπαϊκής
Ένωσης και την επικράτηση του κοινού νομίσματος, η διαδικασία της ευρωπαϊκής
ενοποίησης και ολοκλήρωσης αποτέλεσε ένα πρωτοφανές αλλά και συνάμα δύσκολο
εγχείρημα. Το εγχείρημα αυτό αναμφισβήτητα πέτυχε τους στόχους της ειρήνης, της
οικονομικής προόδου και της εμπέδωσης της δημοκρατίας τόσο για την ίδια την
Ευρώπη, όσο και για κάθε λαό ξεχωριστά.
Όπως ανέφερα στην από 14/01/2022 δημοσίευση στο φίλιο ιστότοπο
evrozoni.gr με τίτλο «20 χρόνια στη ζώνη του Ευρώ. Η πορεία της Οικονομικής και
Νομισματικής Ένωσης από την δημιουργία της μέχρι σήμερα», η Ευρωπαϊκή Ένωση
καλείται να προωθήσει ακόμη περισσότερο την αποτελεσματικότητα της και
ταυτόχρονα τη δημοκρατική της οργάνωση. Είναι προφανές ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση
έφτασε στα όρια της και πρέπει να ορίσει τη συνέχεια της. Η νέα οικονομική και
κοινωνική πραγματικότητα αφήνει πίσω της κερδισμένους και χαμένους. Οι διαφορές
ρυθμού ανάπτυξης και βιοτικού επιπέδου είναι πλέον εμφανείς στο εσωτερικό των
κρατών που συνθέτουν την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στα πλαίσια της ευρωπαϊκής
ολοκλήρωσης έχουν αυξηθεί οι πιέσεις του ανταγωνισμού επί των ασθενέστερων
χωρών.
Σήμερα τα ερωτήματα που ανακύπτουν αφορούν στην οργάνωση και
λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αφορούν στις σχέσεις αλληλεγγύης των
πλουσιότερων κρατών-μελών προς τα ασθενέστερα κράτη-μέλη που έχουν ενταχθεί
στους κόλπους της. Είναι πλέον επιτακτική η ανάγκη η Ευρωπαϊκή Ένωση να
επαναπροσδιορίσει τις αρμοδιότητες των οργάνων της, τη θέση της στο διεθνή χώρο
και τη θεσμική μορφή της.