Γράφει ο Δημήτρης Θρακιώτης-Ιστορικός
Με στόχο τη σταθεροποίηση της ειρήνης και την οικονομική ανάπτυξη τα ευρωπαϊκά κράτη μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ξεκίνησαν μια πορεία για την υλοποίηση μεγαλεπήβολων σχεδίων αμοιβαίας συνεργασίας. Τα πρώτα κράτη που αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να ανεγείρουν το κοινό ευρωπαϊκό οικοδόμημα και εκείνα που τα ακολούθησαν αργότερα, αναγνώρισαν ότι είχαν αρκετά κοινά συμφέροντα ώστε να προσεγγίσουν μεταξύ τους τις οικονομίες τους και να αναθέσουν σε κοινούς θεσμούς τη διαχείριση των κοινών τους υποθέσεων. Αυτή η πορεία με τη σημερινή της κατάληξη ως Ευρωπαϊκή Ένωση υπήρξε πολυτάραχη και πολυεπίπεδη.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
Η πορεία της οικονομικής και νομισματικής ενοποίησης των κρατών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας δεν ήταν εύκολη. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν παράγοντες, οι οποίοι προέκυψαν στο πολιτικοοικονομικό περιβάλλον της Κοινότητας. Σημαντική πολιτικοοικονομική εξέλιξη που επηρέασε τη μεταπολεμική οικονομική ιστορία της Ευρώπης ήταν η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) το 1958. Της δημιουργίας της ΕΟΚ είχε προηγηθεί η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) το 1951, της οποίας η πραγματοποίηση στηριζόταν στην ιδέα ότι η στενή οικονομική και πολιτική συνεργασία θα επέτρεπε το συντονισμό της οικονομικής πολιτικής σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και την άμβλυνση των εθνικών, οικονομικών ανταγωνισμών που τόσο πολύ είχαν κοστίσει στο παρελθόν. Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι πριν τη δημιουργία της ΕΚΑΧ σημαντικό ρόλο στην οικονομική ανάκαμψη της τότε μεταπολεμικής Δυτικής Ευρώπης έπαιξε το λεγόμενο Σχέδιο Μάρσαλ. «Το Πρόγραμμα για την Ευρωπαϊκή Ανάκαμψη», όπως ήταν η επίσημη ονομασία του, περιλάμβανε αποστολές αγαθών αλλά κυρίως οικονομική βοήθεια και δάνεια στις ευρωπαϊκές χώρες για να μην καταρρεύσουν οικονομικά και αποσταθεροποιηθούν πολιτικά. Τον Ιούλιο του 1947 οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες ιδρύουν την «Επιτροπή για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Συνεργασία (Organisation for European Economic Cooperation/OEEC) για τη διαχείριση του Σχεδίου Μάρσαλ. Η ΕΟΚ ξεκίνησε ως τελωνειακή ένωση και εξελίχτηκε σε μια ενιαία αγορά σχεδόν πλήρους ελεύθερης διακίνησης των συντελεστών παραγωγής και με την προσπάθεια καθιέρωσης ενιαίας νομισματικής μονάδας. Με την ίδρυση της ΕΟΚ τα κράτη μέλη εκχώρησαν το κυριαρχικό δικαίωμα της δασμολογικής πολιτικής, το οποίο περιήλθε στη δικαιοδοσία των οργάνων της ΕΟΚ, που θεσμοθετήθηκαν από τη συνθήκη της Ρώμης και τέθηκε σε ισχύ το 1958. Ακόμη η ιδρυτική συνθήκη της ΕΟΚ έθετε ως στόχο τη σύγκλιση των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών, στενότερες σχέσεις μεταξύ τους, ισόρροπη και αρμονική οικονομική ανάπτυξη και βελτίωση του βιοτικού επιπέδου.
Τα σχέδια για ένα κοινό Ευρωπαϊκό νόμισμα ξεκίνησαν το 1969 με το σχέδιο Barre, το οποίο εισηγήθηκε η εξαμελής τότε ΕΟΚ. Ακολούθησε, τον ίδιο χρόνο μια συνάντηση των Αρχηγών των Κρατών μελών στη Χάγη της Ολλανδίας με σκοπό τον σχεδιασμό της δημιουργίας μιας οικονομικής και νομισματικής ένωσης Όμως η διαδικασία καθυστέρησε για τρεις κυρίως λόγους: Εξαιτίας της κατάρρευσης του συστήματος συναλλαγματικών ισοτιμιών της συμφωνίας του Bretton Woods το 1971 όπου σύμφωνα με την συμφωνία το δολάριο θα ήταν το μόνο άμεσα μετατρέψιμο νόμισμα σε χρυσό με ισοτιμία 35 δολάρια την ουγγιά, εξαιτίας της πετρελαϊκής κρίσης του 1972 και της απόφασης του τότε προέδρου των ΗΠΑ Νίξον να καταστήσει το δολάριο αμετάτρεπτο σε χρυσό. Αυτοί οι λόγοι δημιούργησαν το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού με τα κράτη της Ευρώπης να διστάζουν πλέον να εγκαταλείψουν το εθνικό τους νόμισμα.
Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα προκειμένου να ξεπεράσει τη διεθνή νομισματική αστάθεια άρχισε να καταβάλλει προσπάθειες προς μια νομισματική συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών. Στη δεκαετία του 1970 κατατίθεται το σχέδιο Werner, που στόχευε στην υλοποίηση μιας οικονομικής και νομισματικής ένωσης μέχρι το 1980. Ωστόσο όμως, απέτυχε λόγω της έλλειψης βούλησης για περαιτέρω ολοκλήρωση, καθώς και λόγω των διαφορών που υπήρχαν στα οικονομικά συστήματα των κρατών-μελών. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν διάφορα συστήματα σε μια προσπάθεια να περιορισθεί ο κίνδυνος των συναλλαγματικών διακυμάνσεων. Σε μια πρώτη προσπάθεια το 1972 εφαρμόστηκε το σύστημα του Νομισματικού «φιδιού». Το Νομισματικό «φίδι» προέβλεπε ότι τα περιθώρια διακύμανσης των ευρωπαϊκών νομισμάτων μεταξύ τους μπορούσαν να φτάσουν στο 9% πριν παρέμβουν οι κεντρικές τράπεζες για τη σταθεροποίησή τους. Κρίνοντας ότι τα περιθώρια αυτά ήταν επικίνδυνα για την ομαλή λειτουργία της κοινής αγοράς τα κράτη-μέλη της Κοινότητας συμφώνησαν τον Απρίλιο του 1972 να περιορίσουν την επιτρεπόμενη διακύμανση των νομισμάτων στο 4,5%.
Το 1979 σε μια δεύτερη προσπάθεια καθιερώθηκε το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ) για τη σύνδεση των ευρωπαϊκών νομισμάτων μεταξύ τους και για την αποτροπή μεγάλων διακυμάνσεων ανάμεσα στις αντίστοιχες τιμές τους. Το ΕΝΣ δημιούργησε τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΕΜΣΙ), στο πλαίσιο του οποίου οι συναλλαγματικές ισοτιμίες του νομίσματος κάθε κράτους-μέλους όφειλαν να περιοριστούν σε ένα στενό περιθώριο διακυμάνσεων (2,25%) εκατέρωθεν μιας τιμής αναφοράς. Αυτή η τιμή αναφοράς ορίστηκε σε ένα συγκεντρωτικό καλάθι όλων των συμμετεχόντων νομισμάτων, το οποίο ονομάστηκε Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα (ECU), και σταθμίστηκε ανάλογα με το μέγεθος των οικονομιών των κρατών-μελών.
Καθοριστικός παράγοντας για την πορεία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης υπήρξε η ανάληψη της θέσης του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από τον Jacques Delors στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η οποία σηματοδότησε μια νέα δυναμική στο θεσμό της Κοινότητας. Ο Delors γρήγορα αναδείχθηκε σημαντικός παράγοντας-σημαντική προσωπικότητα στα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα. Το όνομά του έγινε πασίγνωστο όταν το 1985 κατέθεσε τη «Λευκή βίβλο» όπου όριζε ένα χρονοδιάγραμμα για την ολοκλήρωση της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Αγοράς μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1993.
Όμως, το οικονομικό χάσμα μεταξύ πλουσιότερων και φτωχότερων κρατών της Κοινότητας δημιούργησε ένα εμπόδιο στην εφαρμογή της Ενιαίας Αγοράς. Κάτω από την πίεση πραγματικών οικονομικών αναγκών, στο πλαίσιο μιας αναπτυσσόμενης αλληλεγγύης, η Κοινότητα οδηγήθηκε στην υιοθέτηση των Ολοκληρωμένων Μεσογειακών Προγραμμάτων (ΜΟΠ) υπέρ των χωρών του Νότου και αφορούσαν κοινή εμπορική πολιτική προς τρίτες χώρες, κοινή πολιτική στον τομέα της αλιείας, της ενέργειας και σταδιακά σε όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας.
Η πιο εντυπωσιακή αλλά και ουσιαστική εξέλιξη της πορείας της Ευρώπης προς μια οικονομική και νομισματική ένωση ήταν η απόφαση η οποία λήφθηκε από τους αρχηγούς των κρατών-μελών κατά τη συνάντησή τους η οποία πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 1991 στην ολλανδική πόλη Μάαστριχτ. Η συνθήκη του Μάαστριχτ, γνωστή και ως συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελεί ορόσημο στην πορεία της ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής ολοκλήρωσης. Τα τότε δώδεκα κράτη- μέλη αποφάσισαν να θέσουν ένα φιλόδοξο πρόγραμμα δημιουργώντας νέο πλαίσιο έχοντας ως τελικό στόχο την Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) με την καθιέρωση ενός ενιαίου νομίσματος, το ευρώ, εξαρτώμενο από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Το ευρώ άρχισε να χρησιμοποιείται στις οικονομικές συναλλαγές (όχι τοις μετρητοίς) το 1999 και το 2002 κανονικά μεταξύ των χωρών- μελών. Σήμερα 342 εκατομμύρια άτομα στη Ευρώπη χρησιμοποιούν το ευρώ στις συναλλαγές τους καθιστώντας το ευρώ ως το δεύτερο ισχυρότερο νόμισμα μετά το δολάριο. Με τη συνθήκη του Μάαστριχτ ορίστηκαν και τα κριτήρια συμμόρφωσης της οικονομικής πολιτικής των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με τις τότε κυριαρχούσες οικονομικές απόψεις, τα κριτήρια δεν αναφέρονται σε αναπτυξιακούς ή κοινωνικούς στόχους, αλλά σε μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας και νομισματικής σταθερότητας. Έτσι, το έλλειμμα του προϋπολογισμού των χωρών-μελών δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το 3% του ΑΕΠ και το Δημόσιο χρέος μεγαλύτερο του 60% του ΑΕΠ. Ο πληθωρισμός δεν μπορεί να είναι υψηλότερος του μέσου όρου των τριών χαμηλότερων επιδόσεων σε χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσαυξημένου κατά μιάμιση μονάδα.
Σημαντικό γεγονός προς την ΟΝΕ υπήρξε η Σύνοδος κορυφής των κρατών-μελών στην Κοπεγχάγη το 1993 όπου ορίστηκαν τα κριτήρια που πρέπει να πληρούν τα προς ένταξη κράτη-μέλη. Σύμφωνα με αυτά εκτός των άλλων τα υποψήφια μέλη θα πρέπει να έχουν σταθερούς θεσμούς που να εγγυώνται τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και μια βιώσιμη οικονομία της αγοράς. Επιπλέον θα πρέπει να έχουν την ικανότητα να αντιμετωπίζουν τις πιέσεις του ανταγωνισμού, έτσι ώστε να είναι σε θέση να αναλαμβάνουν τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται η ιδιότητα του μέλους, οι οποίες περιλαμβάνουν τους στόχους της πολιτικής, οικονομικής και νομισματικής ένωσης.
Τον Μάρτιο του 2000, η Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθέτησε τη «στρατηγική της Λισσαβόνας» για τον εκσυγχρονισμό της ευρωπαϊκής οικονομίας ώστε να μπορεί να ανταγωνιστεί άλλους σημαντικούς παράγοντες στη διεθνή αγορά, όπως τις ΗΠΑ και τις νεοβιομηχανοποιημένες χώρες. Η στρατηγική της Λισσαβόνας περιλαμβάνει την ενθάρρυνση της καινοτομίας και των επιχειρηματικών επενδύσεων και τον εκσυγχρονισμό των εκπαιδευτικών συστημάτων της Ευρώπης για την αντιμετώπιση των αναγκών της κοινωνίας της πληροφορίας.
Η ενοποιητική δυναμική που διαμορφώθηκε την περίοδο 1989-1990 αλλά και αρκετά μετέπειτα, με τη βαθμιαία υλοποίηση των ρυθμίσεων της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης, των ρυθμίσεων του προγράμματος της «Λευκής Βίβλου» για την εγκαθίδρυση της ενιαίας εσωτερικής αγοράς και των κριτηρίων της συνθήκης του Μάαστριχτ, συνέβαλε σημαντικά στη διαδικασία για την πλήρη πολιτική, οικονομική και νομισματική ολοκλήρωση των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αυτή η ολοκλήρωση μέχρι σήμερα εξακολουθεί να κινείται με βάση τη λεγόμενη λειτουργική προσέγγιση όπως την οραματίστηκε ο R. Schumann στα πλαίσια ενός ευρωπαϊκού οικοδομήματος ως υπερεθνικής οντότητας. Ο λειτουργισμός που επιθυμεί τη σταδιακή πραγματοποίηση επιτευγμάτων που ξεκινούν από την οικονομική σφαίρα και επεκτείνονται στην πολιτική χαρακτηρίζεται από ορισμένα στάδια. Από το στάδιο της Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΖΕΣ) όπου τα κράτη-μέλη που συμμετέχουν καταργούν όλους τους δασμούς και τα τυχόν τελωνειακά μέτρα που μπορούν να λειτουργήσουν ανασταλτικά στην ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων στη Ζώνη. Από το στάδιο της τελωνειακής ένωσης, που θεωρείται από ορισμένους το πρώτο στάδιο της οικονομικής ολοκλήρωσης και περιλαμβάνει κοινό δασμολόγιο προς τρίτες χώρες. Από το στάδιο της κοινής αγοράς που περιλαμβάνει ελεύθερη κυκλοφορία συντελεστών παραγωγής, δηλαδή εργασίας, κεφαλαίου αλλά και των υπηρεσιών. Αυτό το στάδιο χαρακτηρίζεται από τα μέτρα προσέγγισης σύμφωνα με αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και από τα μέτρα εναρμονισμού σύμφωνα με τα οποία οι εθνικές νομοθεσίες των κρατών-μελών πρέπει να συμμορφώνονται με βάση τα κοινοτικά κριτήρια. Από το στάδιο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης που περιλαμβάνει σε κάποιο βαθμό εναρμόνιση των εθνικών οικονομικών πολιτικών των κρατών-μελών όπως σε θέματα φορολογικής και συναλλαγματικής πολιτικής, με στόχο την άρση των στρεβλώσεων που οφείλονται στις διαφορές αυτών των πολιτικών. Από το στάδιο της πλήρους οικονομικής και νομισματικής ένωσης, στάδιο στο οποίο βρίσκονται σήμερα τα περισσότερα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επί συνόλου 27 μελών κρατών τα 19 είναι στη ζώνη του ευρώ, ενώ 8 κράτη όπως η Βουλγαρία, Κροατία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ρουμανία, Σουηδία, Τσεχία διατηρούν ακόμη το εθνικό τους νόμισμα, καθώς και η Δανία η οποία διατηρεί το εθνικό της νόμισμα με ρήτρα εξαίρεσης.
Το επόμενο στάδιο για τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το οποίο αποτελεί έναν πόλο εντόνων αντιπαραθέσεων είναι αυτό της πολιτικής ένωσης. Κεντρικό στοιχείο αυτού του σταδίου είναι η ανάδυση ενός ιδιότυπου πολιτικού συστήματος, κύρια χαρακτηριστικά του οποίου είναι η λήψη αποφάσεων από έναν κοινό υπερεθνικό πόλο δημόσιας εξουσίας. Σε αυτό το στάδιο τα κράτη-μέλη θυσιάζουν ένα μεγάλο μέρος της ουσιαστικής κυριαρχίας τους, ιδιαίτερα στους τομείς Εξωτερικής πολιτικής, Άμυνας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης.
Ολοκληρώνοντας, για την πορεία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης θα πρέπει να πούμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση με την ΟΝΕ πέτυχε να δημιουργήσει μια τεράστια αγορά καταναλωτών υψηλού εισοδήματος που έδωσε σημαντική ώθηση στην κερδοφορία των επιχειρήσεων και στην ανάπτυξη καινοτομιών και επιχειρηματικότητας. Όπως παρατηρεί ο Λουκάς Τσούκαλης «Η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση άρχισε με τη βοήθεια οικονομικών εργαλείων και ο χαρακτήρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένει κατά βάση οικονομικός. Αυτό είναι εμφανές στο πλαίσιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης».
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι από την εποχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης Άνθρακα και Χάλυβα μέχρι τη σημερινή μορφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την επικράτηση του κοινού νομίσματος, η διαδικασία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης αποτέλεσε ένα πρωτοφανές αλλά και συνάμα δύσκολο εγχείρημα. Το εγχείρημα αυτό αναμφισβήτητα πέτυχε τους στόχους της οικονομικής προόδου τόσο για την ίδια την Ευρώπη, όσο και για κάθε λαό ξεχωριστά.
Σήμερα, κατά την άποψη μου, η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να προωθήσει ακόμη περισσότερο την αποτελεσματικότητά της και ταυτόχρονα τη δημοκρατική της οργάνωση. Είναι προφανές ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έφτασε στα όριά της και πρέπει να ορίσει τη συνέχειά της. Η νέα οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα στα πλαίσια μιας άνισης παγκοσμιοποίησης αφήνει πίσω της κερδισμένους και χαμένους. Οι διαφορές ρυθμού ανάπτυξης και βιοτικού επιπέδου είναι πλέον εμφανείς στο εσωτερικό των κρατών που συνθέτουν την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στα πλαίσια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έχουν αυξηθεί οι πιέσεις του ανταγωνισμού επί των ασθενέστερων χωρών. Η κρίση που βιώσαμε και εν μέρει βιώνουμε απέδειξε ότι χρειάζονται τολμηρές αποφάσεις έτσι ώστε να προωθούν την πολιτική και οικονομική ενοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης δίχως τις οποίες η Ε.Ε. θα είναι μια αγορά που θα άγεται και θα φέρεται από τις διαθέσεις των διεθνών κερδοσκόπων. Με αυτή την έννοια μελλοντικά είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν εξελίξεις οι οποίες θα μετασχηματίσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση προς την κατεύθυνση αλλαγών που θα προαγάγουν οι κοινωνικές πλειοψηφίες του μέλλοντος.
Σήμερα τα ερωτήματα που ανακύπτουν αφορούν στην οργάνωση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αφορούν στις σχέσεις αλληλεγγύης των πλουσιότερων κρατών-μελών προς τα ασθενέστερα κράτη-μέλη που έχουν ενταχθεί στους κόλπους της. Είναι πλέον επιτακτική η ανάγκη η Ευρωπαϊκή Ένωση να επαναπροσδιορίσει τις αρμοδιότητες των οργάνων της, τη θέση της στο διεθνή χώρο και τη θεσμική μορφή της.
ΥΓ. Στις 07/02/2022 συμπληρώνονται τριάντα χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ και την 01/11/2022 συμπληρώνονται είκοσι εννέα χρόνια από την ισχύ της μέχρι σήμερα. Σύντομα θα υπάρξει σχετική αναφορά για αυτήν την ιδιαίτερη συνθήκη.