Γράφει ο Δημοσθένης Π. Δούκας
Το 1948 σε ηλικία επτά ετών, πήγαινα στο δημοτικό σχολείο. Το οποίο στεγαζόταν σε μια αποθήκη που μετά από επιδιορθώσεις είχε μεταμορφωθεί σε μια ενιαία αίθουσα διδασκαλίας. Οι πληγές από όσα είχαν προηγηθεί ήταν ανοιχτές και χαίνουσες. Στο σχολείο πηγαίναμε παρέες, μαθητές που έμεναν στην ίδια γειτονιά. Όσοι είχαν την οικονομική άνεση κουβαλούσαν μαζί τους και ένα ξύλο, για τις ανάγκες της θέρμανσης. Τη δική μου παρέα τη συγκροτούσε μια ομάδα μαθητών που έμεναν γύρω από την εκκλησία Αγίου Ελευθερίου. Ήμασταν συνήθως επτά – οκτώ αγόρια και τρία – τέσσερα κορίτσια. Λίγα για τον πληθυσμό της περιοχής. Πολλά παιδιά είχαν φύγει. Λες και είχαν εξαφανιστεί. Μεταξύ μας προσπαθούσαμε να διασταυρώσουμε πληροφορίες που ακούγαμε στα σπίτια μας, για να κατανοήσουμε τι απέγιναν οι φίλοι μας. Στο δρόμο για το σχολείο περνούσαμε από δύο – τρεις γειτονιές και παιδιά από αυτές προστίθενταν στην δική μας παρέα. Μ’ αυτό τον τρόπο φθάναμε στο σχολείο τριάντα περίπου μαθητές. Σε σύνολο πενήντα που είχε το έτος εκείνο το σχολείο μας. Οι υπόλοιποι ερχόντουσαν από γειτονιές που βρίσκονταν δίπλα από το ρέμα. Στην πορεία μας προς το σχολείο εκείνο που μου έκανε εντύπωση και μου δημιουργούσε απορίες, ήταν ένα ανεξήγητο φαινόμενο. Σε μερικά σπίτια συμμαθητών μου, στην εξωτερική όψη τους, υπήρχαν όμοιες μαύρες ζωγραφιές. Ήταν ένας μαύρος κύκλος, όπως η μορφή ενός τηγανιού. Γύρω από την περίμετρό τους είχαν μαύρες, ίσιες γραμμές. Κάποιες φορές, στο πέρασμα μιας ημέρας, οι γραμμές στα τηγάνια ήταν μαζεμένα. Το βλέμμα τους ήταν φοβισμένο. Απέφευγαν τις πολλές κουβέντες. Ακόμη και στα παιχνίδια μας συμμετείχαν συγκρατημένα.
Όλη αυτή η αινιγματική κατάσταση, πυροδοτούσε τη φαντασία μου. Η οποία δεν μπορούσε να ερμηνεύσει το μήνυμα των τηγανιών. Απέναντι από το δικό μας σπίτι έμενε η Στέλλα. Στο σπίτι της, κοντά στο αριστερό παράθυρο, υπήρχε τηγάνι με μια γραμμή. Η Στέλλα είχε μάτια γαλάζια, γεμάτα μελαγχολία. Τα οποία προκαλούσαν σε μένα έντονη επιρροή. Η μεγαλύτερη απόλαυσή μου ήταν να τα κοιτάω στα κλεφτά, χωρίς να με αντιλαμβάνεται. Μια φορά που είχα αφοσιωθεί στη μαγεία του μελαγχολικού βλέμματός της, γύρισε ξαφνικά και με εντόπισε. Η σύλληψη, μου δημιούργησε αισθήματα ενοχής. Ένοιωσα ότι αποκαλύφθηκε ένα σκοτεινό μυστικό μου. Αυτή η αποκάλυψη με τάραξε. Ενώ η Στέλλα συνέχιζε να είναι το ίδιο ήρεμη και μελαγχολική, εγώ μέσα μου έβραζα. Άρχισα να αναζητώ τρόπους απενοχοποίησης μου. Κάτι που θα μ’ έκανε συμπαθητικό στα μάτια της.
Ένα απόγευμα, λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα, μου ήρθε η φώτιση. Πήρα το κουτί με τη μαύρη μπογιά, με την οποία ο παππούς έβαφε τα παπούτσια και έκανα ένα τηγάνι με μια γραμμή, δίπλα από την εξώπορτά μας. Το βράδυ γυρνώντας στο σπίτι, ύστερα από ένα παιχνίδι – νομίζω πως ήτανε κρυφτό – με περίμενε μια μεγάλη έκπληξη. Το τηγάνι του σπιτιού μας είχε εξαφανισθεί. Στη θέση του ήταν μια μεγάλη άσπρη κηλίδα. Η μεγαλύτερη έκπληξη για μένα όμως με περίμενε μέσα στο σπίτι. Μπαίνοντας στην κουζίνα με περίμεναν μουτρωμένα όλα τα μέλη της οικογένειας, που ήταν καθισμένα γύρω από το τραπέζι. Ο μόνος που ήταν όρθιος και πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο, με τα χέρια πίσω στη μέση, ήταν ο πατέρας μου. Η κατάφασή μου στην ερώτησή του αν ήμουν εγώ ο δράστης του τηγανιού στο σπίτι μας, πυροδότησε μια αξιοπερίεργη έκρηξή του. Μ’ αγκάλιασε με ένα πρωτόγνωρο πάθος, σα να ήθελε να με πνίξει. Και ξεστόμισε μερικά λόγια τα οποία σ’ εμένα φάνταξαν χωρίς περιεχόμενο. Ότι θα κατέστρεφα με την πράξη μου την οικογένεια, ότι εμείς δεν είχαμε κανέναν αντάρτη στα βουνά, ότι καλά που πρόλαβαν να σβήσουν το τηγάνι πριν το δει κάποιος χωροφύλακας κι αρχίσει τις ερωτήσεις για τα φρονήματα μας. Το βράδυ εκείνο ξαπλώσαμε όλοι νηστικοί. Κανένας μας δεν έκλεισε μάτι.
Το άλλο πρωί περνώντας από το σπίτι της Στέλλας είδα το τηγάνι τους να έχει δύο γραμμές. Και άκουσα τους γείτονες να λένε ότι το προηγούμενο βράδυ ο αδελφός της είχε βγει στα βουνά αντάρτης. Εκεί που ήταν από καιρό ο πατέρας της.