
Γράφει η Στέλλα Ν. Καραμήτρου
Η Νικόλ Καζαντζίδου έχει συνδέσει το όνομά της με το τουριστικό ρεπορτάζ, υπηρετώντας το με συνέπεια, ευαισθησία και ματιά σε βάθος. Με πολυετή εμπειρία στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και στον απαιτητικό χώρο της δημοσιογραφίας, προσφάτως βραβευμένη από Ίδρυμα Μπότση ως αναγνώριση της δουλειάς της, γνωρίζει καλά ότι ο τουρισμός είναι κάτι πολύ περισσότερο από ειδυλλιακές εικόνες: είναι οικονομία, στρατηγική, άνθρωποι και μέλλον.
Στην «Εβρο-ζώνη», προσπαθώ κάθε φορά να δίνω βήμα σε ανθρώπους που δεν βλέπουν τον Έβρο απλώς με τη ματιά του επισκέπτη, αλλά με την εμπειρία αυτού που τον έχει ζήσει από μέσα.
Η Νικόλ Καζαντζίδου είναι ένας τέτοιος άνθρωπος, καθώς έχει περάσει ένα διάστημα της ζωής της στην Αλεξανδρούπολη. Την έζησε, την περπάτησε, τη γνώρισε μέσα από τους ανθρώπους της. Ο Έβρος δεν είναι για εκείνη απλώς ένα ρεπορτάζ. Είναι ένα μικρό κομμάτι της. Γι’ αυτό και η ματιά της έχει ενδιαφέρον, βάθος και ουσία. Γιατί συνδυάζει τη γνώση της δημοσιογράφου με τη γνώση της προσωπικής εμπειρίας.

Δεν θα μπορούσα να μην αρχίσω από αυτό το πρώτο, σχεδόν αυθόρμητο, αλλά καθοριστικό ερώτημα: Τι είναι αυτό που σας ελκύει πραγματικά στον Έβρο; Ποιο είναι το ιδιαίτερο εκείνο στοιχείο που κάνει αυτή την περιοχή να ξεχωρίζει μέσα σας;
Ο Έβρος έχει μοναδική φύση, αυθεντικότητα, ιστορική συνέχεια και πλούτο παραδόσεων. Είναι ένας τόπος με φιλόξενους ανθρώπους και με ταυτότητα που διατηρεί ζωντανή τη δυναμική της. Μέσα από την προσωπική μου διαδρομή -γεννήθηκα στο εξωτερικό αλλά έζησα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου στην Ελλάδα- έχω γνωρίσει και τη ζωή της ελληνικής επαρχίας αλλά και των δυο μεγάλων πόλεων, Θεσσαλονίκης και Αθήνας. Σε αυτό έρχονται να προστεθούν και τα πάρα πολλά ταξίδια-αποστολές εντός κι εκτός της χώρας. Με όλες αυτές τις «αποσκευές» η γνωριμία μου με την Αλεξανδρούπολη και κατ’ επέκταση με τον Έβρο είχε ένα διαφορετικό πρίσμα. Και θέλω να το πω αυτό, είναι μια περιοχή που ίσως πολλές φορές ούτε οι ίδιοι οι κάτοικοί της συνειδητοποιούν πλήρως πόσο ξεχωρίζει και πόσα αξιοσημείωτα πολλά συγκριτικά πλεονεκτήματα διαθέτει.
Το Δέλτα του Έβρου, για παράδειγμα, ένας βιότοπος σπάνιας φυσικής ομορφιάς, το Διδυμότειχο και η καστροπολιτεία του, το Σουφλί με τους δημιουργικούς ανθρώπους του και το μουσείο Μεταξιού (μην ξεχνάμε ότι ήταν και το πρώτο που εντάχθηκε στα Best Tourism Villages του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού), η Ορεστιάδα, ο Άρδας, το δάσος της Δαδιάς… Δεν θα μου φτάσουν οι λέξεις! Με γοητεύει η αίσθηση ότι βρίσκεσαι στην άκρη της Ελλάδας, στα σύνορα. Ο Έβρος συνδυάζει τη θάλασσα, με την κοσμοπολίτικη Αλεξανδρούπολη, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί την αυθεντικότητα της ενδοχώρας.
Η περιοχή διαθέτει εξαιρετική γαστρονομία, εξαιρετικά προϊόντα και πολιτισμό. Και είναι σε ένα κομβικό γεωπολιτικό σημείο, με σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης.
Κάθε διαδρομή που έκανα στον Έβρο, μου έδειχνε μια πλευρά της Ελλάδας που με συγκινούσε. Άνθρωποι ανοιχτόκαρδοι και φιλοπάτριδες, ατελείωτη φύση, τόπος με ιστορία.

Ποιες είναι οι προκλήσεις αλλά και οι δυνατότητες τουριστικής ανάπτυξης της περιοχής;
Η Αλεξανδρούπολη έχει τεράστια γεωπολιτική σημασία λόγω της θέσης της, των πόρων της και του ανθρώπινου δυναμικού της. Για να αναπτυχθεί τουριστικά ο Έβρος, χρειάζεται στρατηγικό σχεδιασμό. Είναι αναγκαίο να μείνουν οι νέοι στον τόπο τους και για να συμβεί αυτό, πρέπει να δοθούν πραγματικά κίνητρα. Κι εδώ, η τουριστική ανάπτυξη μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο. Η περαιτέρω ανάπτυξη του λιμανιού και η δημιουργία μαρίνας είναι κρίσιμοι στόχοι, ενώ ο θαλάσσιος τουρισμός πρέπει να υποστηριχθεί με έργα. Η αναβάθμιση του αεροδρομίου και η σύνδεσή του με περισσότερους προορισμούς είναι εξίσου σημαντική. Η ανάδειξη της πολιτιστικής και ιστορικής ταυτότητας κάθε περιοχής -του Σουφλίου, του Διδυμότειχου, της Ορεστιάδας- είναι απαραίτητη. Χρειάζεται ένα ξεχωριστό αφήγημα, όπως και υποδομές, προκειμένου να προσελκύσουν και αυτές οι περιοχές επισκέπτες, το οποίο σημαίνει φυσικά και επενδύσεις. Το Πανεπιστήμιο λειτουργεί σαν «πρεσβευτής» της περιοχής μέσα από τους φοιτητές του και το word of mouth. Παράλληλα, η πανδημία «φανέρωσε» μια χρυσή ευκαιρία για τον Έβρο: Ο κόσμος άρχισε να στρέφεται περισσότερο προς τη φύση και σε πιο αυθεντικές εμπειρίες. Η επικοινωνιακή στρατηγική της Περιφέρειας εκείνη την περίοδο βοήθησε καθοριστικά στο να αναδειχθεί αυτή η δυναμική. Επιπλέον, ένα μεγάλο “asset” για τον Έβρο είναι οι γείτονές του, και κυρίως οι Τούρκοι επισκέπτες, οι οποίοι έχουν υψηλό οικονομικό προφίλ. Δεν αρκούν όμως μόνο αυτοί καθώς η «εξάρτηση» από μία αγορά καθιστά το τουριστικό προϊόν ευάλωτο.

Και η Σαμοθράκη; Ποια είναι η δική σας ματιά γι’ αυτό το νησί;
Για τη Σαμοθράκη δεν μπορώ να είμαι αντικειμενική… Είναι από τα πιο αγαπημένα μου νησιά. Έχει ένα μοναδικό ενεργειακό αποτύπωμα, φύση που μοιάζει βγαλμένη από παραμύθι και ανθρώπους με ψυχή γνήσια, φύλακες της ιστορίας και του τόπου. Η γαστρονομία είναι απερίγραπτη, τα προϊόντα της αγνά και ποιοτικά. Ένας τόπος που αποδέχεται τη διαφορετικότητα και αγκαλιάζει αρμονικά το μωσαϊκό ανθρώπων που δημιουργείται. Η ανάπτυξη του νησιού πρέπει να γίνει με σεβασμό -δεν χρειάζονται μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες. Εκείνο που χρειάζεται είναι στοχευμένες υποδομές που θα βοηθήσουν την καθημερινότητα των κατοίκων και τη βιωσιμότητα του τόπου.
Ποια είναι τα βασικότερα συμπεράσματα που έχετε αποκομίσει από το τουριστικό ρεπορτάζ σχετικά με την Ελλάδα γενικότερα και ειδικότερα τον Έβρο;
Το τουριστικό ρεπορτάζ δεν είναι lifestyle. Εντάσσεται στο οικονομικό ρεπορτάζ. Ο τουρισμός είναι ένας από τους βασικότερους πυλώνες της ελληνικής οικονομίας, και ο τρόπος που αναπτύσσεται κάθε περιοχή έχει άμεσο αντίκτυπο στους ανθρώπους που ζουν εκεί. Μέσα από τη δουλειά μου βλέπω τις δυνατότητες της χώρας μας- όχι μόνο στους προβεβλημένους προορισμούς που βρίσκονται κατά μια έννοια σε τροχιά «αυτοανατροφοδότησης»- αλλά και σε περιοχές λιγότερο προβεβλημένες, που επενδύουν σε άλλες μορφές τουρισμού: βιωματικό, πολιτιστικό, φυσιολατρικό, γαστρονομικό. Αυτός ο τύπος τουρισμού μπορεί να δώσει πραγματική ώθηση στις τοπικές οικονομίες, όπως συμβαίνει ήδη και στον Έβρο.–