Επιλέγει η Στέλλα Ν. Καραμήτρου
Η Ζέλντα έφυγε
Της Φωτεινής Ναούμ
[…οτιδήποτε και αν έκανε, όσο αλλόκοτο και αν φάνταζε σε εμάς τους κοινούς ανθρώπους, ήταν τόσο χαριτωμένο, τόσο αφοπλιστικά φυσιολογικό, που αντί να καταφέρει κάποιος από εμάς να την τραβήξει στον κόσμο μας, σύντομα μας παρέσυρε αυτή στον δικό της.]
Το βιβλίο μπορεί να έχει περίεργο τίτλο και να θυμίζει ξένη ηρωϊδα, αλλά η αλήθεια είναι πως η υπόθεσή του εκτυλίσσεται στην ελληνική επαρχία, σε ένα από τα χωριά του Έβρου αλλά και στην Αθήνα. Η Ζέλντα έφυγε και άφησε πίσω της έναν άντρα να προσπαθεί να σχηματίσει το παζλ της προσωπικότητάς της μέσα από διάφορους και διαφορετικούς χαρακτήρες που την συναναστράφηκαν. Ένα διαρκές παιχνίδι ποντικού και γάτας, με τα πιόνια να αλλάζουν απροειδοποίητα θέσεις και ρόλους, με την πλοκή να ξετυλίγεται αβίαστα.
Ερωτήματα πολλά εγείρονται κατά την διάρκεια ανάγνωσης του βιβλίου που επιδέχονται πολλές ερμηνείες. Οι προβληματισμοί επεκτείνονται και στον χώρο της συγγραφής , στον εκδοτικό χώρο και στον χώρο του βιβλίου γενικά. Το κείμενο βρίθει συναισθημάτων και ανατροπών και όλα αυτά συναποτελούν ένα υπέροχο, τρυφερό, προκλητικά διαφορετικό μυθιστόρημα απαιτήσεων.
Αλεπού, Αλεπού τι ώρα είναι;
Της Βίκυς Τσελεπίδου
[…Προχωρούσαν. Κι όσο προχωρούσαν, ακόμη κι αν κανείς δεν τους το είχε απαγορεύσει, ούτε πια κουβέντες μεταξύ τους άλλαζαν, ούτε στον διπλανό τους ένευαν, τον μπροστά ή τον πίσω από αυτούς, κι ούτε μεταξύ τους ξύνονταν ούτε αγγίζονταν. Πατούσε ο ένας στη σκιά του άλλου, κι αν τυχόν κάποιος από την πορεία αυτή παρέκκλινε , κανείς δε νοιαζόταν μόνο προχωρούσαν.]
Το βιβλίο (που πρόσφατα βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών), πρωτότυπο και αριστουργηματικό σε πολλά του σημεία όσον αφορά τη γλώσσα και τη σύλληψη, επηρεάζεται από τον μαγικό ρεαλισμό, πατώντας παράλληλα ως θεματολογία στην παράδοση και στη σύγχρονη ιστορία. Δανείζεται τον τίτλο του από ένα παιδικό παιχνίδι με κρυφτό που παιζόταν στη Μικρά Ασία και παίζεται στην Τουρκία ακόμη και σήμερα, ενώ στην Ελλάδα το συναντούμε με την παραλλαγή της εκφώνησης Βασιλιά, Βασιλιά τι ώρα είναι; ή Ρολογά, Ρολογά τι ώρα είναι;
Oι ηρωίδες συγκρούονται με τον εαυτό τους, τη μοίρα, τις περιστάσεις. Η αφήγηση πραγματώνεται με ανάδρομες αναφορές στα ήθη, τα έθιμα, στη γλώσσα, στα τραγούδια της πατρίδας που χάθηκε, διαδραματίζουν κι αυτά κάποιο ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας. Είναι το χώμα η Πατρίδα μας; Είναι η γλώσσα; Ο άνθρωπος; Η μνήμη; Το εδώ και το εκεί του κόσμου; Μήπως Πατρίδα είναι ο έρωτας; Ένας άνθρωπος που εγκαταλείπεις και ακούς το τραγούδι του από τους μακρινούς νταϊρέδες;
Γίγαντες και Φασόλια ή δεν γίνονται αυτά εδώ
Του Τάκη Καμπύλη
[«Που μάθατε ελληνικά;».
«Στην Πρίγκηπο και στην Ίμβρο. Εκεί μεγάλωσα. Δίπλα σε Ρωμιούς. Ρωμιός μου έμαθε την θάλασσα. Από αυτήν έζησα και σε αυτήν έχτισα».]
Ο συγγραφέας στο πρώτο του μυθιστόρημα «Γίγαντες και Φασόλια(ή δεν γίνονται αυτά εδώ)», παρουσιάζει πολλές ζωές που δεν συνδέονται απαραίτητα όσο και αν μοιάζουν μεταξύ τους. Ο ήρωάς του, Μήτσος Ατρείδης, έχει αυτές τις πτυχές όπως και το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει. Μια πόλη δυστοπική, σε ένα τοπίο μέλλοντος. Η Αθήνα σε ανάφλεξη. Όλα είναι ρευστά. Ένας άνεργος δημοσιογράφος, ρεπόρτερ μεγάλης κλάσης όταν ήταν στη δουλειά, προσκαλείται στην Κωνσταντινούπολη από έναν Τούρκο μεγιστάνα, ο οποίος διαθέτει και γνώσεις και ενδιαφέρον για τα ελληνικά πράγματα. Ο Τούρκος αναθέτει στον Έλληνα μια έρευνα. Το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη ίσως δεν είναι κενοτάφιο. Ο δημοσιογράφος συγκροτεί μια ετερόκλητη ομάδα βοήθειας από στενούς φίλους του και παρέα με τον σκύλο του διασχίζει την σκοτεινή πόλη. Ξεκινά την έρευνα μην ξέροντας αν θα βρεθεί μπροστά σε μια συγκλονιστική αποκάλυψη ή σε μια ανεπανάληπτη προβοκάτσια.
Η ανάγνωση του βιβλίου είναι επίπονη και γοητευτική ταυτόχρονα. Γεύσεις, αρώματα και ιστορίες προφορικές και καταγεγραμμένες, έρωτες, πάθη και ταξίδια. Οι 700 σελίδες του σε «στοιχειώνουν» από την αγωνία και την αναζήτηση που δεν τελειώνει. Το ύφος της γραφής του Καμπύλη είναι υπέροχο και λυτρωτικό και ίσως η απόδειξη της ρήσης, «δεν χρειάζεσαι καν μια δυνατή ιστορία όταν μπορείς και γράφεις τόσο δυνατά».
Γυναίκα με ποδήλατο
Του Νικόλα Σεβαστάκη
[ “Τι έμεινε από όλα αυτά; Όχι κάτι μεγάλο. Ένα τραπέζι κάπου στο στομάχι της πόλης, όπου μετά από μια επίσκεψη στο βιβλιοπωλείο διαβάζω σελίδες από φρεσκοαποκτημένα βιβλία. Είναι συνήθως εκδόσεις δεκαετίας ή εικοσαετίας (τις βρίσκω πια στα τρία ή στα πέντε ευρώ) και τώρα τελευταία κάποιες βιογραφίες αλά Τσβάιχ και Ανρί Τρουαγιά. Κάπου κάπου σηκώνω τα μάτια γραπώνοντας μια κίνηση από τα απέναντι γραφεία, δυο γυναίκες που βαδίζουν με ωραίες καφετί καστόρινες μπότες, έναν γέρο με φαρδύ παντελόνι που κοιτάζει γύρω του σαν χαμένος. Πόσων χρονών είναι; Ίσως μόνο οκτώ ή δέκα χρόνια μεγαλύτερός μου. Κι όμως είναι γέρος, τον βλέπω σαν πατέρα μου όχι σαν έναν μεγαλύτερο αδελφό.”]
Ένας παλιός συνωμότης που εμφανίζεται σαν φάντασμα έξω από ένα αρωματοπωλείο. Μια όμορφη γυναίκα που την απειλεί η φαντασία των ανθρώπων της επαρχιακής πόλης. Ο κόσμος των παιδιών που ασφυκτιούν ανάμεσα στους μεγάλους. Ένας σύντομος έρωτας στη Γαλλία και ο αποχαιρετισμός ενός φίλου μέσα από τη μουσική.
Ο Νικόλας Σεβαστάκης προσεγγίζει με διεισδυτική ματιά και αποδραματοποιημένη αφήγηση τις λεπτές αποχρώσεις που περιπλέκουν έναν έρωτα, έναν θαμμένο φόβο, μια τυχαία συνάντηση. Στις ιστορίες του, μια συνηθισμένη μέρα παίρνει παράξενη κλίση και οι μνήμες εισβάλλουν απρόσκλητες στο παρόν. Οι άνθρωποι μοιάζουν φτιαγμένοι από το υλικό της αμφιβολίας, αλλά επιμένουν να διεκδικούν πίστη στα λόγια και στο βλέμμα του άλλου.
Ο Δύτης
Του Μίνου Ευσταθιάδη
[…Δεν βρίσκω τίποτα να τελειώσω την πρότασή μου. Αν διέθετα ταλέντο στις δικαιολογίες, θα είχα γίνει δικηγόρος και όχι ντετέκτιβ….]
[…Τρίτη 18 Ιανουαρίου. Τέτοια εποχή η παρακολούθηση στους δρόμους του Αμβούργου έχει τόση πλάκα, όσο μια συνάντηση γυμνιστών στον Βόρειο Πόλο. Φοράω ό,τι θα μπορούσε να φορεθεί και μετά προσθέτω ένα πουλόβερ ακόμη….]
Το βιβλίο εκκινεί με την ανεύρεση μιας σορού, γεγονός που παραπέμπει σε έγκλημα και άρα σε αστυνομικό μυθιστόρημα. Ωστόσο «Ο Δύτης» θα περιοριστεί πολύ αν καταταχθεί στην κατηγορία νουάρ μυθιστορήματος, διότι ο συγγραφέας συνθέτει μια πολυεπίπεδη πραγματικότητα. Μιλάει για ένα κομμάτι της νεότερης ελληνικής ιστορία, την Κατοχή στην Πελοπόννησο, τις ελληνογερμανικές σχέσεις, την αφόρητη καθημερινότητα της Αθήνας, τον Αισχύλο.
Από τον πυκνογραμμένο «Δύτη» δεν θα μπορούσε να λείπει το νερό: βρίσκεται παντού και θα ήταν ο αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής του βιβλίου αν οι ήρωες δεν το συναγωνίζονταν σε κίνηση και ροή. Όπως το νερό, οι ήρωες του «Δύτη» εισβάλλουν παντού.
Φάγαμε ήττα
Του Χρυσόστομου Α. Σταμούλη
[…Ξέρουμε όμως πως τα κάστρα πέφτουν από μέσα, από τους αλλοτροιωμένους φρουρούς τους, από τους υπερασπιστές μιας τσαλακωμένης ή και ανύπαρκτης ιδεολογίας, τους μαχητές μιας χυδαίας ιδιοτέλειας, που μάχεται μετά μανίας την προφητεία. Εκείνη δηλαδή τη φλόγα που με οδηγό την κριτική της διάθεση δεν διστάζει να κάψει βεβαιότητες και ασφάλειες που οδηγούν σε καθεστωτική νοοτροπία και στάση.]
Με τον προκλητικό τίτλο «Φάγαμε Ήττα. Κείμενα για τον αυτοεγκλωβισμό της Ορθοδοξίας», το νέο βιβλίο του κ. Σταμούλη σκιαγραφεί την εικόνα που διαμορφώνεται σήμερα στη δημόσια πλατεία για την Εκκλησία, μια εικόνα «που δεν είναι η καλύτερη δυνατή». Επιχειρεί, ακόμη, μια αποτίμηση ευθυνών τόσο εντός όσο και εκτός Εκκλησίας.
Ο συγγραφέας μας εξηγεί ότι ο τίτλος του βιβλίου δεν σχετίζεται με τη στάση της Εκκλησίας κατά την πανδημία, καθώς «γεννήθηκε το 2016». Ο υπότιτλος, ωστόσο, είναι γέννημα της πανδημίας. Διευκρινίζει ότι πρόκειται για δύο ήττες, «η μια που μας επιβάλλουν οι άλλοι, ενώ η δεύτερη είναι το εκούσιον πάθος» και προσθέτει ότι «δυστυχώς έχει διαμορφωθεί εντός της Εκκλησίας μια άλλη πραγματικότητα η οποία βιάζει τον εαυτό και δημιουργεί προβλήματα».
- Θα ακολουθήσουν άρθρα με προτάσεις για ξένη λογοτεχνία, αστυνομική λογοτεχνία-ελληνική και ξένη- καθώς και ποητικές συλλογές.