«Αυτή τη φορά με έβαλε να του το υποσχεθώ. Να συνεχίσω το μυστικό. Η απάντησή μου λοιπόν είναι ότι έχω χρέος. Δεν θα σας πω ποιος είναι. Θέλω εσείς να φτάσετε σε αυτόν. Θα είναι και μια επαλήθευση και για σας, για το δρόμο που θα έχετε πάρει στο ρεπορτάζ σας».
«Που μάθατε ελληνικά;».
«Στην Πρίγκηπο και στην Ίμβρο. Εκεί μεγάλωσα. Δίπλα σε Ρωμιούς. Ρωμιός μου έμαθε την θάλασσα. Από αυτήν έζησα και σε αυτήν έχτισα».
Το παραπάνω απόσπασμα ανήκει στο συναρπαστικό, δυστοπικό μυθιστόρημα του Τάκη Καμπύλη. Ο συγγραφέας στο πρώτο του μυθιστόρημα «Γίγαντες και Φασόλια(ή δεν γίνονται αυτά εδώ)», παρουσιάζει πολλές ζωές που δεν συνδέονται απαραίτητα όσο και αν μοιάζουν μεταξύ τους: του δημοσιογράφου, του συγγραφέα, του ερευνητή, του ιστοριοδίφη, του μάγειρα, του σαρκαστικού και ταυτόχρονα οραματικού σχολιαστή της πραγματικότητας, του προβληματισμένου αναγνώστη, του ανθρώπου που δεν αφήνει τίποτα στην τύχη του.
Ο ήρωάς του, Μήτσος Ατρείδης, έχει αυτές τις πτυχές όπως και το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει. Μια πόλη δυστοπική, σε ένα τοπίο μέλλοντος. Η Αθήνα σε ανάφλεξη. Όλα είναι ρευστά. Φασίστες καταλαμβάνουν τα Εξάρχεια και αναρχικοί εκφωνούν διάγγελμα σε εθνικό δίκτυο. «Μαζί με τους ανθρώπους αγρίευε και η γλώσσα. Όσο πιο αδιέξοδο φαινόταν το παρόν και το μέλλον, άλλο τόσο απογυμνωνόταν η γλώσσα από τα παλιά κλισέ μιας εποχής που χάθηκε με την Κρίση».
Ένας άνεργος δημοσιογράφος, ρεπόρτερ μεγάλης κλάσης όταν ήταν στη δουλειά, προσκαλείται στην Κωνσταντινούπολη από έναν Τούρκο μεγιστάνα, ο οποίος διαθέτει και γνώσεις και ενδιαφέρον για τα ελληνικά πράγματα. Ο Τούρκος διαθέτει στον Έλληνα μια έρευνα. Το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη ίσως δεν είναι κενοτάφιο. Ο δημοσιογράφος συγκροτεί μια ετερόκλητη ομάδα βοήθειας από στενούς φίλους του και παρέα με τον σκύλο του διασχίζει την σκοτεινή πόλη από τα Εξάρχεια στην Καλλιθέα και από την Αλεξάνδρας στη Συγγρού. Ξεκινά την έρευνα μην ξέροντας αν θα βρεθεί μπροστά σε μια συγκλονιστική αποκάλυψη ή σε μια ανεπανάληπτη προβοκάτσια.
Βυθίζεται στην ιστορία της ελληνικής αναρχίας, από την επικράτηση της Επανάστασης του 1821 έως τις μέρες μας. Η Ιστορία και η Γεωγραφία γίνονται φύλλο κι φτερό και οι κύκλοι γύρω από το βασικό ερώτημα μεγάλοι και επάλληλοι.
Ο Τάκης Καμπύλης έγραψε μια μυθιστορηματική έρευνα, με στοιχεία θρίλερ. Και βέβαια αν το κείμενο αποψιλωθεί από τα μυθιστορηματικά στοιχεία, ο αναγνώστης κρατά στα χέρια του μια διδακτορική διατριβή για την αναρχία στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου με προβολή στις μέρες μας. Όπως και η δυστοπική ματιά του βιβλίου είναι μια κραυγή για την επικράτηση του ακραίου σε μια χώρα που η κοινή λογική πάσχει από καχεξίες. Ακόμα και σήμερα οι πολιτικοί στον δημόσιο λόγο τους, υιοθετούν ακραίες φόρμες προκειμένου να ακουστούν καλύτερα και πιο δυνατά.
Η ανάγνωση του βιβλίου είναι επίπονη και γοητευτική ταυτόχρονα. Γεύσεις, αρώματα και ιστορίες προφορικές και καταγεγραμμένες, έρωτες, πάθη και ταξίδια. Οι 700 σελίδες του σε «στοιχειώνουν» από την αγωνία και την αναζήτηση που δεν τελειώνει. Το ύφος της γραφής του Καμπύλη είναι υπέροχο και λυτρωτικό και ίσως η απόδειξη της ρήσης, «δεν χρειάζεσαι καν μια δυνατή ιστορία όταν μπορείς και γράφεις τόσο δυνατά».