Ο Σταθμός LNG Αλεξανδρούπολης διασφαλίζει την ενεργειακή ανεξαρτησία της Ελλάδας από την Τουρκία. Δεν κομίζουμε γλαύκα εις Αθήνας αναφερόμενοι στον ρόλο της Τουρκίας στη γειτονιά της Νοτιοανατολικής Ευρώπης ούτε προκαλεί σε κανέναν εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο τη βλέπουμε τα τελευταία χρόνια να εξελίσσεται σε έναν επικίνδυνο συστημικό ταραξία, που απειλεί τους γείτονές του και δυναμιτίζει την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή. Στο στόχαστρό της βρίσκεται φυσικά πρωτίστως η Ελλάδα, απέναντι στην οποία κλιμακώνει διαρκώς τις προκλήσεις, αμφισβητώντας τα κυριαρχικά της δικαιώματα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Πολύ σωστά, λοιπόν, η χώρα μας θωρακίζεται αμυντικά, με την αγορά των υπερσύγχρονων Rafale και το πρόγραμμα των νέων φρεγατών, και ταυτόχρονα πολλαπλασιάζει τις συμμαχίες της σε διπλωματικό επίπεδο.
Ανάλογη, για να μην πούμε ακόμη μεγαλύτερη, σπουδή ωστόσο πρέπει να επιδείξει και σε ό,τι αφορά την ενεργειακή της ανεξαρτησία. Και αυτό γιατί, παρότι δεν είναι ευρέως γνωστό, η Ελλάδα προμηθεύεται το μεγαλύτερο μέρος του φυσικού αερίου που καταναλώνει μέσω Τουρκίας. Μέχρι πρόσφατα η εξάρτηση αφορούσε μόνο το αζερικό αέριο, που φτάνει στη χώρα μας μέσω του αγωγού ΤΑΡ. Όμως πλέον και το ρωσικό αέριο που καταναλώνουμε διατρέχει τα τουρκικά εδάφη, αφού η Gazprom αντικατέστησε την προηγούμενη διαδρομή μέσω Ουκρανίας και Ρουμανίας με τον νέο αγωγό TurkStream, που επίσης, περνά και ελέγχεται από τη Τουρκία. Έτσι, το μόνο σημείο από το οποίο μπορεί η Ελλάδα να προμηθευτεί φυσικό αέριο, η διέλευση του οποίου δεν εξαρτάται από τουρκικά εδάφη, είναι οι σταθμοί Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (LNG). Ο υφιστάμενος Σταθμός LNG της Ρεβυθούσας, σε μικρή σχετικά απόσταση από την Αθήνα, δεν επαρκεί για να καλύψει τις όλο και αυξανόμενες ανάγκες της χώρας.
Τα επόμενα χρόνια, μάλιστα, η συμμετοχή του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μείγμα της Ελλάδας θα αυξηθεί ακόμα περισσότερο, καθώς πρόκειται για το καύσιμο-γέφυρα ανάμεσα στις συμβατικές και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και θα καλύψει το κενό που αφήνει η απόσυρση του συνόλου των λιγνιτικών σταθμών μέχρι το 2028 αλλά και τις αυξομειώσεις στην παραγωγή των μονάδων ΑΠΕ. Ήδη τον Ιανουάριο του 2021, παρά την πανδημία, είχαμε ρεκόρ εισαγωγών φυσικού αερίου, οι οποίες άγγιξαν τις 6,9 TWh, με το 39% από αυτό να είναι LNG. Το τελευταίο μάλιστα κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος στη διεθνή αγορά φυσικού αερίου καθώς η προσφορά του αυξάνεται διαρκώς και η τιμή του γίνεται πιο ανταγωνιστική σε σχέση με το αέριο αγωγού. Με αυτά τα δεδομένα, η Ελλάδα, και όχι μόνο, κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να βρεθεί ενεργειακά αιχμάλωτη της Τουρκίας.
Ποιος έχει αμφιβολία ότι σε περίπτωση μιας μεγάλης κρίσης η Τουρκία θα επιχειρήσει να εκβιάσει τη χώρα μας κλείνοντας τη στρόφιγγα του φυσικού αερίου, δημιουργώντας έτσι ασφυξία στην ελληνική οικονομία; Ό,τι δηλαδή κάνει και η Ρωσία με την Ουκρανία, στην οποία προμηθεύει το σύνολο, σχεδόν, του αερίου που καταναλώνει και το αξιοποιεί ως όπλο για να της επιβληθεί γεωπολιτικά. Η εθνική ασφάλεια λοιπόν είναι απόλυτα συνυφασμένη με την ενεργειακή ανεξαρτησία και γι’ αυτό η χώρα μας τα τελευταία χρόνια λαμβάνει μέτρα για τη διαφοροποίηση των πηγών και των οδεύσεων εφοδιασμού της με φυσικό αέριο. Βασικός πυλώνας του νέου ενεργειακού σχεδιασμού είναι ο σχεδιαζόμενος Τερματικός Σταθμός LNG στην Αλεξανδρούπολη, ο οποίος θα υποδέχεται αέριο από κάθε σημείο του πλανήτη, σπάζοντας το μονοπώλιο της διέλευσης από την Τουρκία. Ο Σταθμός αποτελείται από την πλωτή μονάδα αποθήκευσης και επαναεριοποίησης LNG (FSRU), η οποία θα αγκυροβοληθεί στον θαλάσσιο χώρο, 17,6 χλμ. νοτιοδυτικά του λιμένα της Αλεξανδρούπολης, με αποθηκευτική ικανότητα 170.000 κυβικών μέτρων LNG, τεχνική δυναμικότητα αεριοποίησης τουλάχιστον 5,5 δισ. κ.μ. φυσικού αερίου ετησίως και ικανότητα αεριοποίησης αιχμής 22,7 εκατ. κ.μ. την ημέρα. Η πλωτή μονάδα θα συνδέεται με το Εθνικό Σύστημα Μεταφοράς Φυσικού Αερίου μέσω ενός συστήματος αγωγών συνολικού μήκους 28 χλμ. Με προϋπολογισμό 380 εκατ. ευρώ, το FSRU Αλεξανδρούπολης αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα ενεργειακά έργα στη Βόρεια Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες, με σημαντικά οικονομικά και γεωπολιτικά οφέλη για ολόκληρη τη χώρα. Κατ’ αρχάς, εξασφαλίζει κομβικό ρόλο για τη χώρα μας, καθώς είναι στρατηγικά τοποθετημένο στο σταυροδρόμι του Νότιου και του Κάθετου Διαδρόμου που ενώνει το Αιγαίο με την Κεντρική Ευρώπη, προσφέροντας πρόσβαση στις αγορές της Ελλάδας, Βουλγαρίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Βόρειας Μακεδονίας αλλά και βορειότερα, μέχρι τη Μολδαβία και την Ουκρανία. Παράλληλα, λειτουργεί σε πλήρη συνέργεια με τα υπόλοιπα σχεδιαζόμενα μεγάλα ενεργειακά έργα στην περιοχή, όπως ο ΤΑΡ, ο IGB και η υπόγεια αποθήκη Καβάλας, συγκροτώντας ένα ολοκληρωμένο σύστημα υποδοχής και διανομής αερίου, που καθιστά την Ελλάδα hub φυσικού αερίου στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης.
Για όλους αυτούς τους λόγους, το έργο απολαμβάνει τη διαχρονική στήριξη των κυβερνήσεων της Ελλάδας και της Βουλγαρίας αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που από το 2013 το έχει εντάξει στα Ευρωπαϊκά Έργα Κοινού Ενδιαφέροντος (PCI – Projects of Common Interest) και συμμετέχει στη χρηματοδότησή του. Οι κυβερνήσεις και η Ευρωπαϊκή Ένωση προσβλέπουν στον νέο Σταθμό ως ένα μείζον ενεργειακό έργο που θα συμβάλει αποφασιστικά στην ανάπτυξη και την ενεργειακή ασφάλεια της ΝΑ Ευρώπης, μειώνοντας την εξάρτηση από ένα αυταρχικό, απρόβλεπτο και επιθετικό κράτος, όπως η Τουρκία.
- Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΟ ΠΑΡΟΝ.