Το μυθιστόρημα του Κώστα Ακρίβου «Πότε διάβολος πότε άγγελος» -που κάνει τη διαφορά
Γράφει ο Θανάσης Μουσόπουλος
Τέτοιον καιρό πριν από δύο χρόνια το 2019 δημοσίευσα ένα κείμενο με τίτλο «O πεζογράφος της επαρχίας Κώστας Ακρίβος και η εφηβική ηλικία – “Γάλα μαγνησίας”» όπου σημείωνα ότι το βιβλίο «είναι ένα από τα αρτιότερα λογοτεχνήματα όχι μόνο του ίδιου αλλά και της περιόδου μας. Αξίζει να διαβαστεί από όλους / όλες». Την ίδια άποψη διατυπώνω με αγάπη και θάρρος για το πρόσφατο βιβλίο του «Πότε διάβολος πότε άγγελος», εκδ. Μεταίχμιο, 4η χιλιάδα, Μάρτιος 2021, σελ. 252.
Να προσθέσω όμως, μια και το νέο έργο του εντάσσεται στην επέτειο των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, ότι «καλό είναι που γράφονται ιστορίες και βιβλία για το 1821. Επανάσταση είναι να παλέψουμε για να διαβάζουν οι Νεοέλληνες», όπως καταλήγω στο πρόσφατο άρθρο μου «ΒΙΒΛΙΑ, ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗ». Και αυτό το έργο του Κώστα Ακρίβου, δεν χρειάζεται να το πω εγώ, είναι από τα βιβλία που διαβάζονται – αν κρίνω και από το μεγάλο ενδιαφέρον των κριτικών και των αναγνωστών.
Θα δώσουμε λίγα στοιχεία για τον συγγραφέα, για να περάσουμε στη συνέχεια στο βιβλίο του.
Ο Κώστας Ακρίβος (Γλαφυρές Βόλου, 1958) σπούδασε Μεσαιωνική και Νεοελληνική Φιλολογία στο πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων και εργάζεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Έχει εκδώσει δεκαπέντε αφηγηµατικά βιβλία και πήρε µέρος σε συλλογικές εκδόσεις, ανθολογίες, καθώς και στη συγγραφή δύο σχολικών εγχειριδίων. Μυθιστορήµατά του έχουν µεταφραστεί στη Γερµανία, την Ελβετία, την Ιταλία και την Πολωνία, ενώ διηγήµατά του σε αρκετές άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Συνεργάστηκε µε το ΕΚΕΒΙ στα προγράµµατα Λέσχες Ανάγνωσης και Συγγραφείς στα Σχολεία. Το 2013 παρουσιάστηκε στο Ιµαρέτ Καβάλας το θεατρικό έργο του Ο γηραιός πατήρ µου από το φεστιβάλ Φιλίππων-Θάσου, σε σκηνοθεσία του Θοδωρή Γκόνη. Διηύθυνε τη σειρά ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ και ήταν ο συντονιστής της διαδικτυακής λέσχης ανάγνωσης ΜΕ ΑΝΟΙΧΤΑ ΒΙΒΛΙΑ. Είναι µέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Για το μυθιστόρημά του Γάλα μαγνησίας (Μεταίχμιο, 2018) τιμήθηκε με το Athens Prize for Literature του περιοδικού Δέκατα.
Στο οπισθόφυλλο του νέου του μυθιστορήματος «Πότε διάβολος πότε άγγελος» διαβάζουμε:
«Ένας άντρας μεγαλώνει, ζει και πεθαίνει χωρίς ποτέ να μάθει ποιος ήταν ο πατέρας του – ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ένας άλλος θα περάσει όλη του τη ζωή αγαπώντας λάθος άνθρωπο για πατέρα – Μήτρος Αγραφιώτης το όνομά του. Οι δρόμοι τους θα συναντηθούν στα αίματα και στις θυσίες της επανάστασης του ’21. Τους ενώνει ο πόθος για την ελευθερία της πατρίδας, αλλά και κάτι βαθύτερο που ο ένας το αγνοεί και ο άλλος το αποσιωπά επίτηδες. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν πια εκείνο που έχει μείνει απ’ όλα αυτά είναι ένα αμήχανο αίσθημα ευγνωμοσύνης, το ερώτημα συνεχίζει να βασανίζει τον αφηγητή από την παιδική του ακόμη ηλικία: ήρωας γεννιέσαι ή γίνεσαι;»
Είναι πολύ ενδιαφέροντα όσα ο ίδιος ο συγγραφέας παρατηρεί (στην ΕΡΤ NEWS) για ένα αγωνιστή πρόγονό του που ήταν με τον Καραϊσκάκη: «Ο λόγος που με έσπρωξε να γράψω ένα μυθιστόρημα για αυτόν ήταν η περίπτωση ενός αγωνιστή που πολέμησε στο πλευρό του μέχρι το τέλος, και απ’ το στόμα του οποίου ακούμε σχεδόν όλη την αφήγηση της ζωής και της πολεμικής δράσης του Καραϊσκάκη. Ο αγωνιστής αυτός λέγεται Μήτρος Αγραφιώτης, ήταν 18 χρονών όταν τον πήρε μαζί του ο Καραϊσκάκης, τον είχε ταμία του και μάλιστα τον αναφέρει και στη διαθήκη του – στο μουσείο Μπενάκη πήρα στα χέρια μου τη διαθήκη του και διάβασα το όνομά του. […] Θα έλεγα λοιπόν πως πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που στηρίζεται σε ιστορικά ντοκουμέντα που έχουν να κάνουν με τη ζωή και τη δράση του Καραϊσκάκη, έχουμε την προσωπική εμπλοκή και, βέβαια, τη μυθοπλασία. Είναι κατά κάποιο τρόπο μια ΑΥΤΟ-ΜΥΘ-ΙΣΤΟΡΙΑ».
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης σκοτώθηκε με περίεργο τρόπο το 1827, ενώ ο Μήτρος Αγραφιώτης πέθανε φτωχός (όπως οι περισσότεροι αγωνιστές) το 1866. Ο Ακρίβος στο βιβλίο του δε σταματά με τον θάνατο του Καραϊσκάκη, αλλά ούτε και του Αγραφιώτη. Θα έλεγα φτάνει ως τις μέρες μας.
Οι κριτικοί παρουσιάζοντας το βιβλίο, εκτός των άλλων, στέκονται στην εξαιρετική γλώσσα του. Ο Ξενοφών Μπρουντζάκης, για παράδειγμα, σημειώνει σχετικά: «Ο συγγραφέας συνθέτει την ιστορία του χρησιμοποιώντας δεξιοτεχνικά τη γλώσσα. Μια γλώσσα που συνδέει το σήμερα με τον καιρό των γεγονότων, καθώς μια πληθώρα όρων, τοποθεσιών, αντικειμένων αλλά και χρήσεων της καθημερινότητας, ξαναζωντανεύουν τον χρόνο και τον χώρο πειστικά βάζοντας τον αναγνώστη στην ατμόσφαιρα της εποχής».
Όσον αφορά το περιεχόμενο και την ουσία του έργου, ο Μάνος Κοντολέων παρατηρεί ότι: «ήταν πια καιρός η λογοτεχνία μας να δει τους ήρωες του ’21 όχι ως εθνικά και μόνο σύμβολα, αλλά ως άτομα αντιμέτωπα με τα πάθη και τα λάθη τους, τα όνειρα και τις φιλοδοξίες τους. Και να συνδυάσει τα ιστορικά ευρήματα με τις ψυχολογικές επεξηγήσεις, τις ιστορίες με τις μυθιστορίες». Ενώ ο Νίκος Βατόπουλος στην ίδια κατεύθυνση προσθέτει ότι ο Ακρίβος «επί της ουσίας επιχειρεί μια τολμηρή επαναδιατύπωση βασικών ερωτημάτων που άπτονται όψεων της επίσημης και της ανεπίσημης Ιστορίας, της μικροϊστορίας και των εθνικών προβολών καθώς και της διάπλασης ενός νέου κορμού μνήμης».
Ο Κώστας Ακρίβος παραχώρησε πολλές συνεντεύξεις για το βιβλίο του. Θα περιοριστώ σε μία πρόσφατη. Μιλώντας με τον Κώστα Στοφόρο στον «Δρόμο της Αριστεράς» (15 Μαΐου 2021) στο ερώτημα για τον τρόπο γραφής λέγει: «Όσο δύσκολο ήταν, άλλο τόσο και γοητευτικό. Έχει ομορφιά το να δοκιμάζεις να μιλήσεις, δηλαδή να μιλήσουν οι ήρωές σου, με τον τρόπο που μιλούσαν οι άνθρωποι εκείνων των χρόνων. Αποδεικνύεται έτσι η διαχρονική πορεία της ελληνικής γλώσσας, καθώς έχει τη δυναμική να ενσωματώνει και να αφομοιώνει τουρκικές, αρβανίτικες, φράγκικες λέξεις». Πολύ καθαρά απαντά στο ερώτημα για τον είναι ικανοποιημένος με τον τρόπο που τιμάται η επέτειος της Επανάστασης: «Αν θελήσουμε να ξεφύγουμε από τους γιαλαντζί υπερπατριωτισμούς, τις παράτες με τα σημαιάκια ή τις γκλαμουριές και να κάνουμε επιτέλους πράξη αυτό που είπε ένας γνήσιος Έλληνας, ο διεθνιστής Ρήγας, το «εθνικό είναι ό,τι είναι αληθές», τότε ίσως τιμήσουμε όπως πρέπει το πνεύμα της Επανάστασης.
Θα παραθέσουμε τρία σπαράγματα του λόγου του Κώστα Ακρίβου από το εξαίσιο αυτό βιβλίο, για το οποίο ο Αντώνης Αντωνίου σημειώνει σε εμπεριστατωμένη παρουσίασή του «Βαθμιαία η νεοελληνική πραγματικότητα προβάλλει και μέσα από την ανατροπή της πλοκής επανασυναρμολογούνται τα συνδετικά στοιχεία του έργου και επανατοποθετείται το όλο σκηνικό, προσδίδοντας νέο ενδιαφέρον και θέτοντας νέα ερωτήματα» (Νησίδες ΕΦΣΥΝ, 15-16 Μαΐου 2021).
«Λοιπόν. Ο καπετάνιος είναι όμορφος, όμορφος από ψυχής. Είναι όμορφος γιατί είναι αθώος. Και είναι αθώος γιατί δεν έχει επίγνωση αυτής της εσωτερικής ομορφιάς του. Ανήκει σ’ εκείνη τη δυσεύρετη κατηγορία των ανθρώπων που δεν είναι σε θέση να συνειδητοποιήσουν πόσο ωραίοι είναι, πόσο σπάνιοι και ξεχωριστοί» (σελ. 109).
«Ο καπιτάνος τα’ αποκρίθηκε πως όποτε ήθελε γινόταν άγγελος, όποτε ήθελε διάολος. Από δω και πέρα θα ήταν άγγελος. Σχόλασε η μάζωξη και γυρίσαμε πίσω στα κονάκια μας» (σελ. 112).
Ένα από τα εξαιρετικά κεφάλαια του βιβλίου είναι το «Εις το επανιδείν!». Παρακολουθούμε τον Καρλ Κρατσάιζεν (1794 – 1878) που την παραμονή του θανάτου του Καραϊσκάκη έκανε το μοναδικό σχέδιό του.
«Του σφίγγει το χέρι και τον χαιρετάει χαρούμενος:
“Auf Wiedersehen, Mein Kapitän. Auf Wiedersehen!”» (σελ. 110).
ΞΑΝΘΗ, 4 ΙΟΥΝΙΟΥ 2021