H παλαιολόγεια Αναγέννηση και η Αναγέννηση στην Ιταλία: αφετηρίες, εξέλιξη, αλληλεπιδράσεις.

Γράφει ο Δημήτρης Θρακιώτης-Ιστορικός

Η περίοδος από τον 14ο αιώνα έως την άλωση της Κωνσταντινούπολης, σε αντίθεση με την γενικότερη παρακμή του Βυζαντίου, θεωρείται η λαμπρότερη περίοδος για τα γράμματα και τις τέχνες και χαρακτηρίζεται ως Παλαιολόγεια Αναγέννηση. Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης, σημαντικοί διανοούμενοι του Βυζαντίου μεταναστεύοντας στη δυτική Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ιταλία, διατήρησαν άσβεστη τη φλόγα της μνήμης του Βυζαντίου και συνέδραμαν αποφασιστικά στην πνευματική και καλλιτεχνική Ιταλική Αναγέννηση της πρώιμης περιόδου αλλά και της Ευρώπης γενικότερα.   

            ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΕΙΑ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ 

            Η Υστεροβυζαντινή περίοδος ή Παλαιολόγεια Αναγέννηση είναι η σημαντικότερη περίοδος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και ξεκινά το 1261, όταν η Κωνσταντινούπολη ανακαταλαμβάνεται από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο(1261-1282) μετά την άλωση της από τους Λατίνους σταυροφόρους το 1204 και με διάρκεια έως τη 29η Μαΐου του 1453, όταν πλέον η Βασιλεύουσα αλλά και όλη η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έχει καταληφθεί από τους Οθωμανούς. Κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Παλαιολόγων (σε αντίθεση με την γενικότερη παρακμή του Βυζαντίου, η αυτοκρατορία έδινε αγώνα επιβίωσης, με τα οικονομικά της σε αθλία κατάσταση, με εμφύλιες συρράξεις, και με σταδιακή συρρίκνωση της εδαφικής έκτασής της) παρατηρείται μια άνθιση της βυζαντινής τέχνης και φιλοσοφίας με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό την στροφή προς την κλασσική αρχαιότητα. Πριν αναφερθούμε στην Παλαιολόγεια Αναγέννηση θα πρέπει να πούμε ότι αυτή η αναγέννηση σύμφωνα με τους ιστορικούς ήταν μια φυσιολογική εξέλιξη της πνευματικής αναζωογόνησης που παρατηρήθηκε στον αυτοκρατορικό θύλακα του Βυζαντίου στη Νίκαια της Μικράς Ασίας μετά την εισβολή των Λατίνων. Κύριος εκφραστής υπήρξε ο λόγιος Νικηφόρος Βλεμμύδης(1197-1272)  ο οποίος συγκεντρώνοντας πλήθος χειρογράφων από όλη την επικράτεια του τότε Βυζαντινού κράτους βοήθησε έτσι ώστε η παιδεία στη Νίκαια να φθάσει σε υψηλό επίπεδο. Επίσης συνέγραψε πλήθος έργων φιλοσοφίας, θεολογίας, φυσικής, ιστορίας, γεωγραφίας κ.α.

Κατά τη διάρκεια της παλαιολόγειας διακυβέρνησης σημαντικοί διανοούμενοι και στοχαστές με τα έργα τους συνέβαλαν στην αναβίωση του βυζαντινού πολιτισμού. Τα πνευματικά ρεύματα επί Παλαιολόγων διακρίνονται σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη βρίσκουμε τους συνεχιστές της βυζαντινής παράδοσης. Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος αυτής της τάσης υπήρξε ο Θεόδωρος Μετοχίτης(1260-1332). Εκτός από πολιτικός με αξιόλογη δράση επί Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου(1282-1328), η οποία τον οδήγησε μέχρι το αξίωμα του «Μεγάλου Λογοθέτη», ο Μετοχίτης συνέγραψε έργα φιλοσοφικού και αστρονομικού περιεχομένου και συνέβαλε στη διαμόρφωση ενός νέου καλλιγραφικού ύφους που φέρει το όνομά του και αξιοποιήθηκε στα χειρόγραφα του 14ου αιώνα. Ακόμη ήταν ο χορηγός της διακόσμησης της Μονής του Σωτήρος στη χώρα της Κωνσταντινούπολης(σημερινό Καχριέ τζαμί). Στην ίδια κατηγορία εντάσσεται ο νομομαθής Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος. Ο νομικός του κώδικας με την ονομασία Εξάβιβλος αποτελεί μια εύχρηστη επιτομή παλαιοτέρων βυζαντινών νομικών κωδίκων. Επίσης οι ιστοριογράφοι Γεώργιος Παχυμέρης(1242-1310) και Νικηφόρος Γρηγοράς(1295-1360) συνεχίζουν τη μακραίωνη παράδοση καταγραφής των ιστορικών γεγονότων που χαρακτηρίζουν τη βυζαντινή ιστοριογραφία. Στους δύο αυτούς ιστοριογράφους οφείλουμε τις πληροφορίες για την οθωμανική εξάπλωση στη Μικρά Ασία και στη Θράκη. Ο Γρηγοράς άφησε αξιόλογα φιλοσοφικά, θεολογικά, αστρονομικά, ιστορικά, ρητορικά έργα αλλά και έργα ναυπηγικής. Στα φιλοσοφικά του έργα ασπάζεται τις ιδέες του Πλάτωνα ενώ απορρίπτει τις θέσεις του Αριστοτέλη. Ο Παχυμέρης ασχολήθηκε με τα μαθηματικά, τη φιλοσοφία και την αστρονομία και διετέλεσε καθηγητής στο «Οικουμενικό Διδασκαλείο» της Κωνσταντινούπολης. Ο Γρηγοράς και ο σύγχρονός του Μάξιμος Πλανούδης(1260-1310), ως διακεκριμένοι μαθηματικοί, εισηγήθηκαν την υιοθέτηση των αραβικών αριθμών από τους βυζαντινούς για τη διευκόλυνση των υπολογισμών. Ο Πλανούδης εισήγαγε στο ελληνικό αριθμητικό σύστημα το σύμβολο του μηδενός και ως διακεκριμένος φιλόσοφος συνέγραψε πολλά φιλοσοφικά έργα και ασχολήθηκε με την μετάφραση δυτικών φιλοσοφικών έργων. Επίσης ο Γρηγοράς το 1325 συνέταξε το Γρηγοριανό Ημερολόγιο(το οποίο ισχύει μέχρι σήμερα) σε αντικατάσταση του Ιουλιανού. Γενικότερα οι λόγιοι αυτής της κατηγορίας, επιβεβαίωσαν με τον ιδεολογικό προσανατολισμό τους την αδιαίρετη συνέχεια της βυζαντινής πνευματικής παράδοσης ακόμη και κατά την περίοδο της πολιτικής παρακμής της αυτοκρατορίας. Εξάλλου στην παράδοση αυτή αναζήτησε κατά κύριο λόγο πνευματικά στηρίγματα ο υπόδουλος ελληνισμός κατά την Οθωμανοκρατία.

Στη δεύτερη κατηγορία μπορούν να συμπεριληφθούν οι λόγιοι που αναζήτησαν τις πνευματικές ρίζες τους κατευθείαν στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, όπως ο φιλόσοφος και ρήτορας Δημήτριος Κυδώνης(1324-1398), ο Ιωάννης Αργυρόπουλος(1415-1487), και κυρίως ο Γεώργιος Γεμιστός-Πλήθων(1360-1452). Ο τελευταίος αποτελεί την πιο ακραία μορφή στροφής προς την αρχαιοελληνική παράδοση. Κέντρο της δράσης του δεν υπήρξε η Κωνσταντινούπολη, αλλά ο Μυστράς, ο οποίος λόγω της εγγύτητάς του με την αρχαία Σπάρτη αποτελούσε κατάλληλο χώρο προσέγγισης του αρχαίου ελληνικού πνεύματος. Εκεί ο Γεμιστός μελέτησε διεξοδικά την πλατωνική φιλοσοφία, την οποία ασπάστηκε τόσο ώστε να απορρίψει το χριστιανισμό, υιοθετώντας την αρχαιοελληνική πολυθεΐα και αλλάζοντας το όνομά του σε Πλήθων (παράφραση του Πλάτων). Ο Πλήθων, μέσω της κοσμοθεωρίας του, πρότεινε μια παγκόσμια εθνική θρησκεία με έντονα παγανιστικά στοιχεία, στην οποία κυριαρχούσαν οι ηθικές αντιλήψεις του Πλάτωνα περί ιδανικής πολιτείας και περί ενός Φιλόσοφου-Βασιλιά. Σε υπομνήματα που υπέβαλε στους δεσπότες του Μυστρά και στους Βυζαντινούς αυτοκράτορες συνιστούσε την οικονομική και αμυντική αναδιοργάνωση της αυτοκρατορίας, ώστε να μην έχουν ανάγκη την υποστήριξη ξένων δυνάμεων. Ιδιαίτερη έμφαση έδινε στην οικονομική και κοινωνική αναζωογόνηση του Δεσποτάτου του Μορέως στο οποίο προσέβλεπε (ουτοπικά, όμως σε σχέση με τα δεδομένα της εποχής του) ως πυρήνα για τη σταδιακή μελλοντική μετατροπή της αυτοκρατορίας σε ακραιφνώς ελληνικό κράτος). Μαθητής του Πλήθωνα υπήρξε ο ελληνικής καταγωγής καρδινάλιος Βησσαρίων(1399-1472), που αφιέρωσε τις δυνάμεις του στην προσπάθεια της οργάνωσης σταυροφορίας από τους Δυτικούς για την ενίσχυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Επίσης μαθητής του Πλήθωνα υπήρξε και ο ιστοριογράφος Λαόνικος Χαλκοκονδύλης.

Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο οι τέχνες γνωρίζουν την τελευταία τους αναγέννηση. Οι καλλιτέχνες της εποχής επιστρέφουν σε αρχαιότερες πηγές και ιδιαίτερα στην αλεξανδρινή παράδοση, έτσι η τέχνη χάνει τον αφηρημένο χαρακτήρα της για να γίνει πιο ζωντανή και γραφική δοσμένη κάτω από ένα συγκινησιακό πρίσμα αλλά συνάμα δραματική ή και χαριτωμένη. Η εικονογραφία ανανεώνεται και εμπλουτίζεται με το στοιχείο του πάθους. Δημιουργούνται σχολές διαφορετικής έμπνευσης και τεχνοτροπίας όπως η Σχολή της Κωνσταντινούπολης έργο της οποίας είναι τα εξαίσια μωσαϊκά και οι νωπογραφίες στη Μονή της Χώρας( Καχριέ τζαμί).  Η Μακεδονική Σχολή της οποίας οι δάσκαλοι διακόσμησαν τις εκκλησίες της Μακεδονίας, της τότε Σερβίας αλλά και εκκλησίες του Αγίου Όρους. Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε τη Κρητική Σχολή της οποίας έργο είναι τα αριστουργηματικά μωσαϊκά και τοιχογραφίες των εκκλησιών του Μιστρά. Ο Μιστράς με τους Παλαιολόγους θα καταστεί η σημαντικότερη επαρχία του ύστερου Βυζαντίου και το κέντρο μιας λαμπρής αυλής, καλλιτεχνικής και μορφωμένης, μια  κοιτίδα  ελληνισμού και ουμανισμού. Ακόμη θα πρέπει να πούμε ότι με την Κρητική Σχολή η Βυζαντινή εικονογραφία και τοιχογραφία αποκτούν νέα διάσταση. Πολλοί ήταν οι καλλιτέχνες στην Κρήτη οι οποίοι ζωγράφιζαν φορητές εικόνες και εικονογραφούσαν τις πολυάριθμες εκκλησίες των πόλεων και της υπαίθρου. Κάποιοι από αυτούς ξεχώρισαν για την πρωτοτυπία, τη δύναμή τους στη σύνθεση και την τεχνοτροπία. Χαρακτηριστική η περίπτωση του καλλιτέχνη Μανουήλ Πανσέληνου που θεωρείται ο «Έλληνας Τζιότο». Στη Κρητική σχολή εξάλλου βρίσκονται και οι ρίζες του μετέπειτα μεγάλου ζωγράφου της ευρωπαϊκής Αναγέννησης Δομίνικου Θεοτοκόπουλου(Ελ Γκρέκο).  Παράλληλα με την ζωγραφική καλλιεργήθηκε η τέχνη της ξυλογλυπτικής, της μεταλλοτεχνίας και της μικρογραφίας. Πολλά ήταν και τα επιτεύγματα των βυζαντινών στο χώρο της αρχιτεκτονικής και της μηχανικής. «Ζωντανό» παράδειγμα μέχρι σήμερα παραμένει ο περίφημος ναός της Αγίας Σοφίας με τους επιβλητικούς θόλους του. Για τη βυζαντινή τέχνη χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Άγγλου Βυζαντινολόγου S.Runciman τον Οκτώβριο του 1994 σε συνέντευξη στην ΕΤ-3, «Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το Βυζάντιο δεν είχε τέχνη, τότε αυτοί δεν πρέπει να ξέρουν τίποτε από τέχνη. Η Βυζαντινή τέχνη ήταν από τις μεγαλύτερες σχολές τέχνης παγκοσμίως». 

ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΕΙΑ ΚΑΙ  ΙΤΑΛΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΛΙΣΕΙΣ.       

Αν η Παλαιολόγεια Αναγέννηση ήταν το «Κύκνειο άσμα» ενός μεγάλου πολιτισμού της Ανατολής που επρόκειτο να χαθεί, η δυτική Αναγέννηση με αφετηρία την Ιταλία ήταν η απαρχή της πολιτιστικής αφύπνισης της Ευρώπης έναντι του σκοταδισμού του Μεσαίωνα που επικρατούσε μέχρι τότε. Ο όρος Αναγέννηση έχει δοθεί σε μια περίοδο με πνευματικά και καλλιτεχνικά επιτεύγματα και καλύπτει το διάστημα από τα μέσα του 14ου έως και τον 16ο αιώνα. Κύρια χαρακτηριστικά της είναι ο ορθολογισμός και το έντονο ενδιαφέρον για τη μελέτη και ερμηνεία της πνευματικής και καλλιτεχνικής κληρονομιάς της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας (συγγενές στοιχείο με την Παλαιολόγεια Αναγέννηση) σε μια προσπάθεια να κατανοηθεί καλύτερα η φύση και ο άνθρωπος.

Πολλοί ήταν οι λόγοι οι οποίοι βοήθησαν στην εμφάνιση του ρεύματος της Αναγέννησης. Η ανάπτυξη του αστικού τρόπου ζωής στις ελεύθερες πόλεις – κράτη της Ιταλίας τον 15ο αιώνα. Η ανακάλυψη της τυπογραφίας διευκόλυνε τη διάδοση της γνώσης στο ευρύ κοινό. Η σταθερή οικονομική άνθηση, η μετατόπιση του κέντρου βάρους της οικονομίας από τη γεωργία στο εμπόριο και στη βιοτεχνία. Η ανάπτυξη του τραπεζικού συστήματος και ο ελιτίστικος χαρακτήρας των κοινοτήτων αυτών οδήγησαν στην στήριξη της καλλιτεχνικής και πνευματικής δημιουργίας. Κύριοι χρηματοδότες και συμπαραστάτες τόσο των καλλιτεχνών όσο και των ανθρώπων των γραμμάτων υπήρξαν οι ίδιες οι κυβερνήσεις και οι ηγεμόνες των πόλεων. Παράλληλο διανοητικό κίνημα με την Αναγέννηση ήταν και ο Ουμανισμός. Ο Ουμανισμός προσπάθησε να δώσει αξία και αξιοπρέπεια στην ανθρώπινη ύπαρξη, σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο. Στόχος του ήταν η δημιουργία ενός εκλεκτού ανθρώπου, σε αντίθεση με τη θρησκευτικότητα και τον μυστικισμό του Μεσαίωνα, που ήθελε τον άνθρωπο ένα ταπεινό, αμαρτωλό και αβοήθητο ον, έρμαιο της θεϊκής πρόνοιας και των υπερφυσικών δυνάμεων. Ο Ουμανισμός αμφισβήτησε το μεσαιωνικό σχολαστικισμό, καταφέρνοντας μέσω της συμμετοχής και Βυζαντινών λόγιων να στρέψει το ευρωπαϊκό πνεύμα από τον Αριστοτέλη στον Πλάτωνα.

Η σύγκληση των Βυζαντινών με τη δυτική Ευρώπη έχει ρίζες πολύ πριν την Παλαιολόγεια Αναγέννηση. Στο χώρο της αρχιτεκτονικής τον 6ο αιώνα η βυζαντινή παρουσία στην Ιταλική Ραβέννα κληροδότησε ένα πολύ σημαντικό μνημείο, τον ναό του Αγίου Βιταλίου. Ο ναός είναι διακοσμημένος με ψηφιδωτά που αποτελούν λαμπρά δείγματα της βυζαντινής τέχνης. Η τέχνη των βυζαντινών ψηφιδωτών είχε μεγάλη απήχηση στην Ιταλία, χάρη στον αβά Ντεζιντέριους, ο οποίος προσκάλεσε βυζαντινούς καλλιτέχνες για να διακοσμήσουν τον μοναστηριακό ναό του Montecassino καθώς και να εκπαιδεύσουν ντόπιους τεχνίτες. Στη Βενετία ο καθεδρικός ναός του Αγίου Μάρκου είναι κτισμένος με πρότυπο τον Ιουστινιάνειο ναό των Αγίων Αποστόλων της Κωνσταντινούπολης(κατεδαφίστηκε από τους Οθωμανούς το 1469). Επίσης μεγάλο μέρος της ψηφιδωτής διακόσμησης του ναού έγινε από βυζαντινούς καλλιτέχνες και τους ντόπιους μαθητές τους. Στο χώρο της ζωγραφικής ο συνδετικός κρίκος μεταξύ υστεροβυζαντινής περιόδου και ευρωπαϊκής αναγέννησης είναι ο μεγάλος Έλληνας καλλιτέχνης Δομίνικος Θεοτοκόπουλος. 

Στο χώρο των γραμμάτων η προσφορά των  Βυζαντινών λόγιων τη περίοδο της πρώιμης Ιταλικής Αναγέννησης  υπήρξε μεγάλη. Σημαντικοί διανοούμενοι του Βυζαντίου (μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, αλλά και αρκετά χρόνια πριν), μεταναστεύοντας στη γειτονική Ιταλία, διατήρησαν το Ελληνικό πνεύμα σε υψηλό επίπεδο. Κυρίαρχη μορφή υπήρξε ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων. Ο Πλήθων υπήρξε ένας από τους πιο μορφωμένους ανθρώπους της εποχής του, με διάθεση να αναγεννήσει το ελληνικό έθνος. Η συμμετοχή του στη Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας(1438-1439) επέδρασε καταλυτικά στην πορεία της ιταλικής Αναγέννησης μαζί με τον Μανουήλ Χρυσολωρά. Εισήγαγε στην Ιταλία τη μελέτη του νεοπλατωνισμού, την ποσοτικοποίηση των μετρήσεων στις φυσικές επιστήμες και τον συμβολικό μυστικισμό των αριθμών. Έγινε εξαιρετικά αγαπητός στην Ιταλία και επηρέασε πολύ την πολιτική διανόηση της Αναγέννησης. Ήταν αντίθετος με τον αριστοτελικό σχολαστικισμό και υπέρ των ιδεών του Πλάτωνα. Γενικότερα  ο Πλατωνισμός του Πλήθωνος ενώνεται με τις αναζητήσεις των πιο επαναστατικών πνευμάτων της ιταλικής Αναγέννησης. Μια άλλη εξέχουσα προσωπικότητα και μαθητής του Πλήθωνος που σφράγισε με την πνευματική του ζωή τον 15ο αιώνα στην Ιταλία ήταν ο Ιωάννης Βησσαρίων(1403-1472) από την Τραπεζούντα. Αρχικά επίσκοπος στη Νίκαια, αλλά μετά τη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας ασπάστηκε τον καθολικισμό. Ανάπτυξε πολιτικό και φιλοσοφικό έργο, διατηρώντας πάντα μια φιλελληνική στάση. Προσπάθησε να συγκεράσει το αριστοτελικό με το πλατωνικό πνεύμα, αποφεύγοντας τις αναμεταξύ τους διενέξεις. Με έντεχνο τρόπο ανέδειξε τις πλατωνικές θέσεις μέσα στον αριστοτελισμό, ενώ ταυτόχρονα προσπάθησε να συνδυάσει το αρχαιοελληνικό πνεύμα με το χριστιανισμό. Επιπλέον προώθησε με κάθε τρόπο νεαρούς Έλληνες που επιθυμούσαν να σπουδάσουν στην Ιταλία, με αποκορύφωμα τον διορισμό του μαθητή του Δημητρίου Χαλκοκονδύλη το 1468  ως καθηγητή στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας. Ο Βησσαρίων πρωτοστάτησε στη συλλογή χειρογράφων αλλά και πολλών πρωτότυπων κειμένων αρχαίων συγγραφέων, τα οποία αποτέλεσαν την βάση της περίφημης Μαρκιανής βιβλιοθήκης στη Βενετία. Το 1455 ήταν ο επικρατέστερος υποψήφιος να διαδεχθεί τον Πίο Β΄ στον παπικό θρόνο, η ελληνική του όμως καταγωγή υπήρξε εμπόδιο. Στον αντίποδα αυτών των δύο μεγάλων μορφών πρέπει να αναφερθεί ο Γεώργιος Σχολάριος ή Γεννάδιος που διετέλεσε ως πρώτος Πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη μετά την άλωση. Γνώριζε πολύ καλά τα λατινικά και μελέτησε πολλά έργα δυτικών φιλοσόφων και ιδιαίτερα τα έργα του Θωμά  Ακινάτη. Ήταν υπέρ της αναβίωσης του βυζαντινού αριστοτελισμού και κατά των θέσεων του Πλήθωνος. Ο Γεννάδιος  δεν επιθυμούσε επαφές με τη Δύση και έγραψε πολλά θεολογικά και φιλοσοφικά έργα για να αντιμετωπίσει τις θέσεις του παπισμού.

Επίσης σημαντική υπήρξε η συνεισφορά και άλλων Βυζαντινών λόγιων στη διάσωση των ελληνικών γραμμάτων και στην εδραίωση της Αναγέννησης στην Ευρώπη. Ο Μανουήλ Χρυσολοράς(1350-1415) ως ο πρώτος Έλληνας λόγιος στην Φλωρεντία που υπηρέτησε τους Μεδίκους. Ο Guarino, μαθητής του Χρυσολωρά, γράφει ότι για τον δάσκαλό του πρέπει να στηθούν αψίδες θριάμβου. Ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης που σταδιοδρόμησε ως λόγιος επίσης στην αυλή των Μεδίκων. Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος που συνετέλεσε στην αναγέννηση των κλασικών σπουδών στην Ιταλία. Ακόμη ο Γαζής, ο Λάσκαρις, ο Γεώργιος Τραπεζούντιος, ο Μουσούρος, ο Ιταλός πλατωνιστής Φιτσίνο που έγινε διευθυντής της πλατωνικής φλωρεντιανής ακαδημίας. Ο Φιτσίνο μετέφρασε έργα του Πλάτωνα και του Πλωτίνου στα λατινικά κάνοντάς τα προσιτά στη Δύση. Το 1494 οι Έλληνες της Βενετίας πέτυχαν μια σημαντική αναγνώριση ιδρύοντας την «Αδελφότητα του Ελληνικού Έθνους»(Scuola e Nazione Greca).  Επίσης σημαντική ήταν η συμμετοχή Ελλήνων μισθοφόρων στις τάξεις του στρατού των βενετών γνωστοί ως stradiotti.  Συχνή είναι και η παρουσία Ελλήνων λόγιων στη Γερμανία που αποτέλεσαν τους πνευματικούς προγόνους του Έρασμου. Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε τη μεγάλη συνεισφορά του τυπογραφείου του Ιταλού  φιλέλληνα  Μανούτιου στη Βενετία όπου τυπώθηκαν πλήθος έργων Ελλήνων συγγραφέων.                                                         

         ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑTA 

                                                                                                                                                                          ΣυΣυμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι, η πάνω από χίλια χρόνια ιστορία του Βυζαντίου, ασκούσε και ασκεί μια ακατάλυτη έλξη σε όσους αγαπούν την ιστορία του δυτικού κόσμου, όχι μόνο επειδή το Βυζάντιο βρίσκεται στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης και απετέλεσε γέφυρα διαφορετικών πολιτισμών, αλλά γιατί συμβολίζει ένα ρομαντικό, απολεσθέντα χριστιανικό κόσμο, που έσμιξε τα ανατολικά ήθη με το δυτικό πολιτισμό. Η περίοδος των Παλαιολόγων, κατά γενική ομολογία θεωρείται το κύκνειο άσμα του Βυζαντίου. Όμως, ο πολιτισμός του Βυζαντίου δεν πέθανε. Μετά την αποφράδα ημερομηνία 29η Μαΐου 1453, σημαντικοί διανοούμενοι και στοχαστές μεταναστεύοντας στη Δυτική Ευρώπη βοήθησαν τα μέγιστα στην εδραίωση του Ουμανισμού και της Αναγέννησης στην Ευρώπη.

         Σήμερα, πολλοί είναι αυτοί οι οποίοι αναγνωρίζουν την προσφορά του Βυζαντίου και γενικότερα του Ελληνισμού στον πολιτισμό της Ευρώπης. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση  του R. Von Vaitzeker, προέδρου της Γερμανίας, σε λόγο του στην Ακαδημία Αθηνών το 1992, ότι «ο πολιτισμός στην Γερμανία εισήχθη από το Βυζάντιο στα τέλη του 10ου αιώνα»          

                                      Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α 

1. Αθανασόπουλος Κ., Βυζαντινός και Δυτικός κόσμος.

2.Αλμπάνη, τζ.-Κασιμάτη Μ., Η Ιστορία των τεχνών στην Ευρώπη. Εικαστικές τέχνες στην Ευρώπη από το Μεσαίωνα ως τον 18ο αιώνα. 

3.Βαλλιάνος Π., Βυζαντινός και Δυτικός κόσμος. Αναγέννηση και Ουμανισμός.

4.Γιαννακόπουλος Κ. Ι., Βυζαντινή Ανατολή και Λατινική Δύση. 

5.Runciman και ΕΤ-3 

6. Καραμπελιάς Γ., Το 1204 και η Διαμόρφωση του Νεώτερου Ελληνισμού.

7. Burckhardt  J., Ο Πολιτισμός της Αναγέννησης στην Ιταλία.

8. Mango C., Βυζάντιο. Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης.

9. Runciman S., Βυζαντινός Πολιτισμός.

10. Wells C., Σαλπάροντας απ’ το Βυζάντιο. Πώς μια χαμένη αυτοκρατορία διαμόρφωσε τον κόσμο. 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει