«65 χρόνια από την συνθήκη της Ρώμης. Αίτια που οδήγησαν τα κράτη μέλη των Ευρωπαϊκών κοινοτήτων στη πρώτη αναθεώρηση της συνθήκης»

Γράφει ο Δημήτρης Θρακιώτης-Ιστορικός

Με στόχο τη σταθεροποίηση της ειρήνης, τα ευρωπαϊκά κράτη ξεκίνησαν κατά τη δεκαετία του 1950 την υλοποίηση πολυάριθμων σχεδίων αμοιβαίας συνεργασίας. Τα κράτη που αποφάσισαν να ενώσουν τις προσπάθειές τους για να κτίσουν το κοινό ευρωπαϊκό οικοδόμημα και εκείνα που τα ακολούθησαν αργότερα αναγνώρισαν ότι είχαν αρκετά κοινά συμφέροντα ώστε να προσεγγίσουν μεταξύ τους τις οικονομίες τους και να αναθέσουν σε κοινούς θεσμούς τη διαχείριση των κοινών τους υποθέσεων. Καρπός αυτής της διαδικασίας ήταν η ίδρυση των πρώτων διακρατικών κοινοτήτων. Σταθμός σε αυτή την εξελικτική πορεία των ευρωπαϊκών κρατών υπήρξε στο τέλος της δεκαετίας του 1950 η συνθήκη της Ρώμης.      

             ΙΣΤΟΡΙΚΟ, ΠΟΛΙΤΙΚΟ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

              Η ιδέα της ευρωπαϊκής ένωσης δεν εμφανίστηκε για πρώτη φορά μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Είχε διατυπωθεί ήδη από τον 19ο αιώνα, ενώ κέρδισε πολλούς οπαδούς μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.  

 Στις 18 Απριλίου του 1951, πραγματοποιήθηκε μια αρχική συμφωνία (συνθήκη των Παρισίων), με πρωτοβουλία της Γαλλίας και με τη συμμετοχή της τότε Δυτικής Γερμανίας, Ιταλίας, αλλά και με τη συμμετοχή των χωρών της Μπένελουξ, Βελγίου, Ολλανδίας και Λουξεμβούργου για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (Ε.Κ.Α.Χ). Πατέρας της ιδέας της πρώτης ευρωπαϊκής υπερεθνικής οργάνωσης ήταν ο Γάλλος Jean Monnet (1888-1979). H σημασία της ιδέας του Monnet υπήρξε θεμελιώδης για την εξέλιξη της ευρωπαϊκής πολιτικής. Βασικοί στόχοι ήταν η διατήρηση της ειρήνης στην Ευρώπη και η ενοποίηση της Ευρώπης με αφετηρία μια Γαλλογερμανική συμφιλίωση. Το Σχέδιο για την ίδρυση της Ε.Κ.Α.Χ είχε και έναν απώτερο σκοπό, όπως τον έλεγχο των τεράστιων παραγωγικών δυνατοτήτων της Γερμανίας στη βαριά βιομηχανία και κυρίως στους τομείς του άνθρακα, του σιδήρου και του χάλυβα. Οι τομείς αυτοί ήταν σημαντικότατοι για την ανάπτυξη βαριάς βιομηχανίας αλλά είχαν και ένα άλλο, πρόσθετο χαρακτηριστικό, ανέκαθεν υπήρξαν τομείς-κλειδιά και για την ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας. Η ίδρυση της Ε.Κ.Α.Χ με την συνθήκη των Παρισίων θέσπισε ορισμένους κοινούς ευρωπαϊκούς θεσμούς. Ο πλέον σημαντικός θεσμός ήταν το εκτελεστικό όργανο, η Ύπατη Αρχή, που είχε ένα προχωρημένο βαθμό αυτονομίας απέναντι στα κράτη-μέλη και διέθετε διευρυμένες αρμοδιότητες. Η Ε.Κ.Α.Χ τέθηκε σε ισχύ τον Ιούλιο του 1952.

            ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ

Τον Ιούνιο του 1955, τέσσερα χρόνια μετά την ίδρυση της Ε.Κ.Α.Χ, οι κυβερνήσεις των χωρών που την αποτελούσαν, σε μια συνάντηση τους στη Μεσσίνα της Ιταλίας συμφώνησαν για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (Ε.Κ.Α.Ε ή EURATOM)  και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας  (Ε.Ο.Κ). Οι δύο αυτές κοινότητες έλαβαν σάρκα και οστά τον Μάρτιο του 1957 με τις συνθήκες της Ρώμης. Η Βρετανία αρχικά συμμετείχε αλλά τον Νοέμβριο του 1955 αποχώρησε. Βασικό χαρακτηριστικό της EURATOM ήταν η δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών για την ταχεία διαμόρφωση και ανάπτυξη της βιομηχανίας βασιζόμενης στην ατομική ενέργεια. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της Ε.Ο.Κ ήταν η δημιουργία μιας υπερεθνικής κοινής αγοράς στο σύνολο της οικονομίας των κρατών-μελών που θα επέτρεπε και θα συντόνιζε την ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων, αγαθών, υπηρεσιών, εργασιών και κεφαλαίων. Με την ίδρυση της Ε.Ο.Κ τα κράτη μέλη εκχώρησαν το κυριαρχικό δικαίωμα της δασμολογικής πολιτικής, το οποίο περιήλθε στη δικαιοδοσία των οργάνων της Ε.Ο.Κ, τα οποία θεσμοθετήθηκαν από τις συνθήκες της Ρώμης. Οι συνθήκες της Ρώμης τέθηκαν σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου του 1958. Το 1967 η Ε.Κ.Α.Χ και η EURATOM ενσωματώθηκαν οργανικά στην Ε.Ο.Κ.

Σε ένα σημείο που θα πρέπει να σταθούμε αναφορικά με την πορεία των Ευρωπαϊκών κοινοτήτων είναι το γεγονός ότι στα τέλη της δεκαετίας του 1950 η Βρετανία ήταν η μόνη χώρα που βρισκόταν έξω από τις κοινότητες, καθώς προτίμησε να τηρήσει επιφυλακτική στάση απέναντι στις ενοποιητικές πρωτοβουλίες αμφιβάλλοντας για την επιτυχία τους. Το 1960 με τη συνθήκη της Στοκχόλμης, πρωτοστάτησε στην ίδρυση μιας εναλλακτικής και χαλαρότερης ευρωπαϊκής ομαδοποίησης στη λεγόμενη Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών (Ε.Ζ.Ε.Σ). Η στάση της Βρετανίας άλλαξε μετά τα πρώτα χρόνια της ΕΟΚ, τα οποία έκαναν τη Βρετανία να μεταβάλλει τη στάση της και να επιζητά την ένταξή της στην Κοινότητα. Το 1961 και το 1967 η Βρετανία υποβάλλει αίτηση ένταξης στις ευρωπαϊκές κοινότητες αλλά ο Γάλλος πρόεδρος De Gaulle άσκησε το δικαίωμα της αρνησικυρίας. Το 1973 τελικά, πραγματοποιήθηκε η προσχώρηση της Βρετανίας στις ευρωπαϊκές κοινότητες μαζί με την Δανία και την Ιρλανδία. Αυτή η προσχώρηση των τριών κρατών θεωρείται η πρώτη διεύρυνση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.   Κατά την διάρκεια των πρώτων χρόνων ζωής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Γαλλία διατήρησε μια επιφυλακτική στάση κυρίως λόγω της αντίστοιχης εχθρικής στάσης του προέδρου De Gaulle απέναντι σε κάθε οργανισμό που παρουσίαζε υπερεθνικά χαρακτηριστικά και τα οποία έθεταν σε αμφισβήτηση την κυριαρχία της Γαλλίας.

Το 1961 στη σύνοδο που έγινε στο Παρίσι, ο Γάλλος πρόεδρος De Gaulle έπεισε τους ομολόγους του να προβούν στη σύσταση μιας επιτροπής, η οποία θα υπέβαλε συγκεκριμένες προτάσεις για την πολιτική οικοδόμηση της Ευρώπης. Ως πρόεδρος της συνόδου ορίστηκε ο Γάλλος διπλωμάτης Fouchet, ο οποίος πρότεινε ένα πρώτο σχέδιο σύμφωνα με το οποίο προβλεπόταν η δημιουργία μιας ένωσης κρατών που θα αποσκοπούσε σε τομείς εξωτερικής πολιτικής και άμυνας. Ένα νέο σχέδιο απέβλεπε στην επέκταση της ένωσης στο πεδίο της οικονομίας θέτοντας υπό αμφισβήτηση την ανεξαρτησία των κοινωνικών θεσμών. Η πρόταση δεν βρήκε ανταπόκριση. Η αποτυχία του σχεδίου του Fοuchet προκάλεσε την αντίδραση της Γαλλίας, προκαλώντας αναίρεση της ενοποιητικής δύναμης του κοινοτικού προτύπου και την επιβεβαίωση των εθνικών ταυτοτήτων. Η Γαλλία εκδήλωσε την αντίθεσή της στις προτάσεις χρηματοδότησης της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, στην εκχώρηση εξουσιών στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, στην καθιέρωση ιδίων πόρων της Κοινότητας και ιδίως στην εισαγωγή του κανόνα της πλειοψηφίας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Τελικά η κρίση έληξε με τη διευθέτηση υπέρ των γαλλικών προτάσεων, που έμεινε γνωστή ως «Συμβιβασμός του Λουξεμβούργου». Σύμφωνα με τον συμβιβασμό υιοθετήθηκε η δημιουργία μιας κοινής αγοράς για τα αγροτικά προϊόντα.

Η ανάληψη καθηκόντων στη γαλλική προεδρία από τον Pompidou άλλαξε και τη γαλλική στάση απέναντι στην ιδέα της οικοδόμησης μιας συνομοσπονδίας κρατών. Η σύνοδος κορυφής στη Χάγη το 1969 συνέβαλε στη διεύρυνση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ενώ παράλληλα τέθηκαν τα θεμέλια για τα επόμενα βήματα της ενοποίησης. Γενικότερα με τη σύνοδο δημιουργήθηκε η βάση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, η οποία θα αποτελούσε την κορύφωση αλληλένδετων διαδικασιών οικονομικής και νομισματικής ολοκλήρωσης και την προώθηση πολιτικής ενοποίησης. Σκοπός ήταν να προετοιμάσει το έδαφος για το κοινό νόμισμα.

           ΑΙΤΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ

Οι πρώτες σημαντικές διατάξεις αναθεώρησης των ιδρυτικών συνθηκών της Ρώμης ενσωματώθηκαν στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986, η οποία περιείχε διευκρινιστικές διατάξεις. Οι διατάξεις αυτές επέκτειναν το πεδίο δράσης της Κοινότητας σχετικά με τις πολιτικές της και τροποποιούσαν ορισμένες πτυχές της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Η πορεία όμως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μέχρι την υπογραφή της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης υπήρξε δύσκολη και επίπονη. Οι παράγοντες που δημιούργησαν τις πολιτικές προϋποθέσεις στους κόλπους της Κοινότητας ήταν κυρίως οι πιέσεις σημαντικών τμημάτων της ευρωπαϊκής οικονομίας, που επιθυμούσαν την προσαρμογή του ευρωπαϊκού οικονομικού συστήματος στις νέες διεθνείς συνθήκες με την εγκαθίδρυση γνήσιας εσωτερικής αγοράς και η επικείμενη διεύρυνση της Κοινότητας με νέα μέλη. Το γεγονός αυτό επέβαλε την προσαρμογή του κοινοτικού θεσμικού συστήματος και των διαδικασιών λήψης αποφάσεων. Ακόμη οι διεθνείς κρίσεις της δεκαετίας του 1970 έφεραν τη  Δυτική Ευρώπη αντιμέτωπη με μια σειρά από προκλήσεις και δημιούργησαν ένα κλίμα «ευρωσκεπτικισμού». Οι πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 και του 1979, η κατάρρευση του συστήματος σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods δημιούργησαν τεράστιες πιέσεις σε όλες τις συναλλαγματικές ισοτιμίες με αποτέλεσμα να καταστεί αδύνατη η διατήρηση σχετικά σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών εντός της Κοινότητας. Η κατάσταση της παρατεταμένης κρίσης που έγινε γνωστή ως στασιμοπληθωρισμός, ο ανταγωνισμός που αντιμετώπιζαν τα ευρωπαϊκά προϊόντα τόσο από τις Η.Π.Α. όσο και από τις βιομηχανικές χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας και του Ειρηνικού και η λογική του διπολισμού στον οποίο παρέμεναν εγκλωβισμένες οι ευρωπαϊκές χώρες δημιούργησαν σωρευμένες προκλήσεις, τις οποίες έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες. 

Σημαντικό ρόλο προς την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη έπαιξαν και οι εντάξεις των νέων χωρών μελών. Τον Νοέμβριο του 1974 η Ελλάδα υποβάλλει αίτηση ένταξης στις ευρωπαϊκές κοινότητες και γίνεται δεκτή το 1981. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι αυτή η δεύτερη διεύρυνση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πραγματοποιήθηκε για ένα μόνο κράτος. Ως τρίτη διεύρυνση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θεωρείται η ένταξη των χωρών της Ιβηρικής Χερσονήσου, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας το 1986. Όμως, τα τρία νέα κράτη που αύξησαν τον αριθμό των μελών της Κοινότητας από εννέα σε δώδεκα απείχαν σημαντικά από οικονομική άποψη έναντι των λοιπών μελών. Για τον λόγο αυτό ακριβώς η Κοινότητα έθεσε σε εφαρμογή μια σειρά  οικονομικών προγραμμάτων που σκοπό είχαν την οικονομική τους ανάπτυξη και την εξισορρόπηση των υφιστάμενων ανισορροπιών. 

Τα μέτρα ως γνωστά  Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (Μ.Ο.Π.) αφορούσαν κυρίως την κοινή εμπορική πολιτική προς τις τρίτες χώρες, κοινή πολιτική στον τομέα της γεωργίας, της αλιείας, της ενέργειας και σταδιακά σε όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας. Ακόμη αφορούσαν την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας στη βιομηχανία, την ενίσχυση της οικονομικής συνοχής μέσω διαφόρων κοινοτικών προγραμμάτων, την προώθηση της έρευνας και της τεχνολογίας, καθώς και την ενίσχυση της εκπαίδευσης και της κατάρτισης.

Ειδικότερα για την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη πρέπει να αναφέρουμε ότι. κατάργησε την αρχή της ομοφωνίας ως το μόνο τρόπο λήψης αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και εισήγαγε τον κανόνα των ενισχυμένων πλειοψηφιών στον τομέα κυρίως της ενιαίας αγοράς για τη διευκόλυνση της λήψης αποφάσεων. Ενίσχυσε τις εκτελεστικές αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Εισήγαγε τη διαδικασία συνεργασίας στη λήψη αποφάσεων ενισχύοντας το ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ακόμη διεύρυνε τους τομείς πολιτικών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την εισαγωγή της πολιτικής για το περιβάλλον, με την ενίσχυση της περιφερειακής πολιτικής και με την ανάπτυξη δράσεων για την οικονομική και κοινωνική συνοχή.

Καθοριστικός παράγοντας για την πορεία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης υπήρξε η ανάληψη της θέσης του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από τον Jacgues Delors στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η οποία σηματοδότησε μια νέα δυναμική στο θεσμό της Κοινότητας. Ο Delors γρήγορα αναδείχθηκε σημαντικός παράγοντας-σημαντική προσωπικότητα στα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα. Το όνομά του έγινε πασίγνωστο όταν το 1985 κατέθεσε τη «Λευκή Βίβλο» όπου όριζε ένα χρονοδιάγραμμα για την ολοκλήρωση της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Αγοράς μέχρι τη 1η Ιανουαρίου 1993.

Η Ολοκλήρωση της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης και ουσιαστικά η ολοκλήρωση της πρώτης αναθεώρησης των συνθηκών  της Ρώμης πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 1991 στην Ολλανδική πόλη Μάαστριχτ. Η συνθήκη του Μάαστριχτ, γνωστή και ως συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί ορόσημο στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Τα κράτη μέλη αποφάσισαν να θέσουν ένα φιλόδοξο πρόγραμμα με τελικό στόχο τη νομισματική ενοποίηση και την καθιέρωση ενός ενιαίου νομίσματος. Η ενοποιητική δυναμική που διαμορφώθηκε την περίοδο 1989-1990, με τη βαθμιαία υλοποίηση των ρυθμίσεων της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης και ιδιαίτερα των ρυθμίσεων και του προγράμματος της «Λευκής Βίβλου» για την εγκαθίδρυση της ενιαίας εσωτερικής αγοράς συνέβαλε σημαντικά στη διαδικασία για την πλήρη οικονομική και νομισματική ένωση.

Η συνθήκη του Μάαστριχτ προσέθεσε νέους τομείς διακυβερνητικής συνεργασίας στο υφιστάμενο κοινοτικό σύστημα. Με τη συνθήκη αυτή ιδρύεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, ένα σύνθετο οικοδόμημα το οποίο αποτελούν τρεις πυλώνες, Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) και η Συνεργασία στους τομείς Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (ΣΔΕΥ). Γενικότερα, με την συνθήκη του Μάαστριχτ έχουμε την εκχώρηση περισσότερων εθνικών αρμοδιοτήτων των κρατών μελών στα ευρωπαϊκά όργανα. Η συνθήκη υπογράφηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1992 και τέθηκε σε εφαρμογή τη 1η Νοεμβρίου 1993. 

            Σχετικά με την συνθήκη του Μάαστριχτ την 07/02/2022 στον ιστότοπο evrozoni.gr υπήρξε ανάρτηση με θέμα: 30 χρόνια υπογραφής της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Οι αλλαγές που επήλθαν στην Ε.Ε. Αξιολόγηση των σημαντικότερων από αυτές.

 Γενικότερα για την πορεία αναθεώρησης των συνθηκών της Ρώμης μπορούμε να πούμε ότι, στις αρχές της δεκαετίας του 1980 άρχισαν να γίνονται αντιληπτά από τους πολιτικούς και τους οικονομικούς κύκλους της Ευρώπης το μέγεθος και η σημασία των Διεθνών προκλήσεων πράγμα το οποίο οδήγησε στην εύρεση λύσεων που αφορούσαν την οικονομική αναζωογόνηση και αύξηση της ανταγωνιστικότητας των θεσμικών Ευρωπαϊκών προϊόντων, τη θεσμική μεταρρύθμιση και βελτίωση της λειτουργίας των ευρωπαϊκών οργάνων.       

ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ

Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι από την εποχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης Άνθρακα μέχρι τη σημερινή μορφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την επικράτηση του κοινού νομίσματος, η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης αποτέλεσε ένα πρωτοφανές εγχείρημα. Αφορμή υπήρξαν οι αιματηροί Παγκόσμιοι Πόλεμοι και όραμα όλων έγινε η ειρήνη και η συνεργασία των λαών. Ο σεβασμός των συνόρων καθώς και των δημοκρατικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνέθεσε ένα περιβάλλον ασφάλειας. Οι κοινές βιομηχανικές και αγροτικές πολιτικές δημιούργησαν συνέργειες και κοινά οικονομικά συμφέροντα. Υιοθετήθηκαν πολιτικές συνοχής, προόδου και θεσμοί μεγαλύτερης δημοκρατικής συμμετοχής και εκπροσώπησης με αλλεπάλληλες αναθεωρήσεις των Ευρωπαϊκών Συνθηκών.      

Σήμερα, κατά την άποψη μου οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες αποτέλεσαν ένα μοναδικό εγχείρημα στην παγκόσμια πολιτική ιστορία. Το εγχείρημα αυτό αναμφισβήτητα πέτυχε τους στόχους της ειρήνης, της οικονομικής προόδου και της εμπέδωσης της δημοκρατίας, τόσο για την ίδια την Ευρώπη, όσο και για κάθε λαό ξεχωριστά.        

Μπορεί επίσης να σας αρέσει