Υπαρξισμός και το νόημα της ζωής μέσα από το έργο του Χάϊντεγκερ «Είναι και Χρόνος»

Γράφει ο Δημήτρης Θρακιώτης – Ιστορικός

Κατά το δεύτερο τέταρτο του 20 ου αιώνα, η αναζήτηση νοήματος που έλκυσε συγγραφείς και καλλιτέχνες σε διάφορες κατευθύνσεις, οδήγησε όσους δεν πίστευαν ούτε στον Θεό ούτε στη λογική, σε ένα αίσθημα μηδαμινότητας ή παραλογισμού. Κατά την αντίληψή τους, η μόνη δυνατή στάση του πνεύματος πρέπει
να είναι η αντιμετώπιση της ύπαρξης δίχως ψευδαίσθηση. Αυτές οι αντιλήψεις ότι στη ζωή υπάρχει ένας βασικός παραλογισμός, ότι στη ζωή υπάρχει κάτι το μη προσδιορίσιμο και η ύπαρξη αιτιατών σχέσεων μεταξύ των γεγονότων ονομάσθηκαν υπαρξισμός. Τις αντιλήψεις αυτές γύρω από το νόημα της ζωής ανέπτυξε
συστηματικά ένας από τους βασικούς εκπροσώπους του υπαρξισμού, ο Γερμανός φιλόσοφος Μάρτιν Χάιντεγκερ(1889-1976).

Στον Χάιντεγκερ, η ύπαρξη κατέχει κεντρική θέση. Τη θεωρεί ως την πεμπτουσία του Είναι του ανθρώπου και ως ένα απάνθισμα των ατομικών δυνατοτήτων στο πλαίσιο σχέσεων επικοινωνίας και διαδικασιών για την κατανόηση του κόσμου. Την ύπαρξη, την αντιμετωπίζει πριν από όλα στη σχέση της με τη χρονικότητα. Ο Χάιντεγκερ κάνει μια διάκριση μεταξύ του Όντος(Είναι) και των όντων. Την διάσταση μεταξύ τους την ονομάζει οντολογική διαφορά. Άλλο πράγμα είναι το Είναι των όντων και άλλο το Είναι ως Είναι. Το πρώτο είναι οντικό και το δεύτερο είναι οντολογικό. Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, η ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης είναι κατά πρώτον να κατανοεί και κατά δεύτερον η προσπάθεια κατανόησης του Είναι. Ο άνθρωπος που κατανοεί ή που προσπαθεί να κατανοήσει το Είναι, είναι ένα ον, που είναι αυτό που είναι, συν τη δυνατότητα του να γίνει κάτι που
ακόμα δεν είναι. Είναι δηλαδή ένα ον μπροστά και πέρα από τον εαυτό του, ένα ον καθ’υπέρβαση, το οποίο στοχεύοντας πέρα από αυτό που είναι, επιδιώκει να γίνει αυτό που ακόμα δεν είναι. Η υπερβατικότητα, η έκσταση που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ύπαρξη, περιορίζεται εντός των ορίων του κόσμου στον οποίο βρίσκεται.
Ο άνθρωπος ως ύπαρξη που υπερβαίνει το Είναι του μέσα στον κόσμο ορίζεται ως Εδωνά-Είναι(Dasein). Σύμφωνα με την Dastur ακολουθώντας τα βήματα του Χάιντεγκερ, οδηγούμαστε στη φανέρωση πως το Εδωνά-Είναι καταλαβαίνει τον εαυτό του μέσα από την αγωνία του θανάτου, πως μέσω της μέριμνας επιτυγχάνεται η
δομική ενότητα του Εδωνά-Είναι, πως το Είναι αποτελεί ένα αδιαίρετο όλο και επίσης ποιος είναι ο ρόλος της ιστορίας και της ενδοχρονικότητας.

Το Dasein αποτελεί μια σημαντική έννοια στη φιλοσοφία του Χάιντεγκερ. Κατά μία έννοια σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι εγγενώς παρά-τω-κόσμω και είναι το «εδώ» του Είναι.
Εμείς οι ίδιοι είμαστε αναπόσπαστο μέρος του κόσμου, και το Είναι μας είναι αδιανόητο αλλιώς, παρά μόνο εντός ενός κόσμου, εντός κάποιου είδους. Σαν έλλογα όντα δεν θα είχαμε αυτή την επίγνωση, εάν δεν αντιλαμβανόμασταν ότι κάτι συμβαίνει. Αυτό όμως επιτάσσει τη διάσταση του χρόνου. Άρα, η ύπαρξη της οποίας έχουμε επίγνωση είναι εγγενώς χρονική. Όμως, δεν θα μπορούσαμε να έχουμε επίγνωση της ίδιας της ύπαρξής μας, εκτός και αν αυτή επενεργούσε στη συνείδησή μας. Η επίγνωση της ύπαρξης μας πρέπει να αποτελεί το κύριο μέλημά μας, την κύρια φροντίδα και μέριμνά μας. Η υπαρξιακή φιλοσοφία του Χάιντεγκερ, δηλώνει ότι η
μέριμνα είναι το Είναι του ανθρώπου. Εμφανίζεται ως μέριμνα για τον κόσμο(κοσμομέριμνα) και ως μέριμνα για τον άνθρωπο(ανθρωπομέριμνα). Με την κοσμομέριμνα ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με τα άλλα όντα, ενώ με την
ανθρωπομέριμνα έρχεται σε επαφή με τον άλλο άνθρωπο. Το κύριο στοιχείο του Είναι δεν είναι μόνο η γνώση αλλά και η ύπαρξη. Κατά μια άλλη έννοια, είναι το υπαρκτικό υποκείμενο, το οποίο πρέπει να ερευνηθεί σε μια θεμελιώδη οντολογία, και το οποίο έχει «ριφθεί» στον κόσμο και αναζητά την αυθεντικότητά του μέσα από τις συμβάσεις και την ταυτότητα του ιδιαίτερου περιβάλλοντος. Το όπλο του υποκειμένου είναι η ίδια του η δραστηριότητα, που μπορεί και μετασχηματίζει το περιβάλλον από ανοίκεια αντικείμενα σε αντικείμενα προς χρήση (Zuhandenheit), γι’ αυτό και τα αντικείμενα ορίζονται πάντα σε σχέση με το υπαρκτικό αντικείμενο και όχι ως θεωρητικές οντότητες. Ο Χάιντεγκερ θεωρεί ότι η προχειρότητα(Zuhanden) των αντικειμένων- πραγμάτων είναι φαινομενολογική και περιγράφει το πώς μας παρουσιάζονται στη συνείδηση και τη στάση μας ως αυτοσυνείδητων υποκειμένων προς αυτά. Ο Χάιντεγκερ αναφέρεται και στην παρεύρεση(Vorhandenheit) των πραγμάτων. Θεωρεί ότι τα πράγματα βρίσκονται μέσα στον κόσμο και προσδιορίζονται μέσα από την πρακτική τους χρήση, μέσα από τη λειτουργία και την αποστολή που καλούνται να επιτελέσουν. Σημείο αφετηρίας αλλά και κατάληξης για
κάθε πράγμα αποτελεί το Dasein του καθενός ξεχωριστά. Μόνο σε σχέση με αυτό αποκτούν προσδιορισμό, νόημα και κατεύθυνση, καθώς χωροθετούνται βάσει της λειτουργίας τους σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που αποτελεί τον κόσμο του κάθε Dasein.
Για παράδειγμα, μας παρουσιάζει το σφυρί ως πράγμα, ως αντικείμενο το οποίο χρησιμεύει για να καρφώνουμε τα καρφιά που βρίσκονται δίπλα του. Το σφυρί βρίσκεται μέσα στον κόσμο, απλώς υφίσταται ως Vorhanden, ενώ για την δουλειά που πρόκειται να επιτελέσει προσδιορίζεται ως Zuhanden. Σύμφωνα με τον Inwood,
«Σε κάθε περίπτωση ο άμεσος κόσμος γύρω μας παραπέμπει σε έναν ευρύτερο, που βρίσκεται πέραν αυτού αλλά εξακολουθεί να συνδέεται με το Dasein, τις ανάγκες και επιδιώξεις του». Για τον Χάιντεγκερ ένα άλλο στοιχείο που τον χαρακτηρίζει είναι ο μετασχηματισμός της γλώσσας. Μερικές φορές προτρέπει προς την ποιητική γλώσσα,
αλλά και προς την αποσπασματική προσέγγιση των προσωκρατικών φιλοσόφων, έτσι ώστε να αποκαλυφθεί η αλήθεια για το υποκείμενο, που σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί μια αντιστοιχία με την αντικειμενική πραγματικότητα. Το υποκείμενο βρίσκεται στον κόσμο, και η αλήθεια είναι η αναστροφή της λήθης σχετικά με την
αυθεντικότητα και το Είναι του υποκειμένου.
Ο Χάιντεγκερ στο έργο του Sein und Zeit(Είναι και Χρόνος, 1927) αναλύει την ανθρώπινη κατάσταση. Θεωρεί ότι, όχι μόνο δεν αρχίζουμε τη ζωή μας ως απομονωμένα άτομα που ύστερα αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα πώς να έρθουμε σε επαφή με άλλους ανθρώπους, αλλά η ύπαρξή μας είναι από την αρχή κοινή και
κοινωνική και το πρόβλημα μας είναι να γίνουμε άτομα, να βρούμε έναν αυθεντικό τρόπο προσωπικής ύπαρξης. Προχωρούμε συνεχώς προς ένα άδηλο μέλλον και είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε επιλογές χωρίς καμία βεβαιότητα για την έκβαση τους. Αισθανόμαστε ένοχοι και αγωνιούμε ιδιαίτερα απέναντι στον θάνατο.
Επιθυμούμε η ζωή μας να έχει κάποιο μεταφυσικό έρεισμα και επίσης κάποιο νόημα. Ωστόσο δεν έχουμε καμία εγγύηση πως οτιδήποτε από αυτά τα στοιχεία υπάρχουν αντικειμενικά. Αν όμως αυτά δεν υπάρχουν, τότε η ζωή μας ενδέχεται τελικά να μην έχει νόημα, να είναι παράλογη ή αν έχει κάποιο νόημα, αυτό να της το δίνουμε εμείς.
Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, το Είναι γνωρίζει τι είναι ένα άλλο ον, τόσο, όσο καλά γνωρίζει τον εαυτό του ή οποιοδήποτε άλλο άτομο. Δεν έχει ανάγκη να εξετάσει λεπτομερώς τη σωματική διάπλαση ενός ατόμου, για να ανακαλύψει ότι είναι όπως είναι. Συχνά αντιλαμβανόμαστε την παρουσία των άλλων ατόμων, τα έργα τους, τις
πράξεις τους και τη στάση τους απέναντι μας, χωρίς να γνωρίζουμε τις λεπτομέρειες και τα στοιχεία τους. Ακόμη και όταν δεν υπάρχουν άλλα άτομα γύρω μας, υπάρχει το Είναι τους με την απουσία τους. Ο Χάιντεγκερ δεν αναφέρεται απλώς στο φαινομενικό χαρακτήρα της εμπειρίας μας για τους άλλους, αλλά αναφέρεται, όπως
πιστεύει, σε ένα χαρακτηριστικό δομικό γνώρισμα του Είναι. Ακόμη πιστεύει ότι ο κόσμος του Είναι, είναι κατ’ ουσία ένας κοινός κόσμος, προσιτός στους άλλους όσο και στον εαυτό του. Ο Χάιντεγκερ αναφέρεται στο θέμα περί γνώσης και στο «γνωρίζειν» εκ μέρους του Είναι. Θεωρεί ότι ο κατάλληλος όρος είναι «κατανόηση»,
η οποία αφορά στον τρόπο εκτέλεσης διαφόρων πράξεων μέσα στον κόσμο, αφορά τους άλλους ανθρώπους και, γενικά, στο ίδιο το Είναι. Το γνωρίζειν του Χάιντεγκερ έχει διαθέσεις αλλά και συναισθήματα. Οι διαθέσεις διαφέρουν από τα συναισθήματα. Το να βρίσκεται κάποιος σε μια συγκεκριμένη διάθεση σημαίνει ότι
θεωρεί τον κόσμο κατά ένα συγκεκριμένο τρόπο. Αυτό επηρεάζει αποφασιστικά τη σχέση μας με τον κόσμο, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους αλληλεπιδρούμε με τις οντότητες που βρίσκονται γύρω μας. Για τον Χάιντεγκερ ο άνθρωπος πάντα είναι σε κάποια διάθεση και η διάθεση προηγείται του συναισθήματος. Ο Χάιντεγκερ για
τη διάθεση χρησιμοποιεί τη λέξη Befindlichkeit, που κατά μια έννοια σημαίνει «ενδιάθετη εύρεση», αλλά και «πνευματική κατάσταση». Τα συναισθήματα αφορούν σε συγκεκριμένες οντότητες, όπως είμαι θυμωμένος για κάτι ή με κάποιον.

Ο Χάιντεγκερ για να εκφράσει τα συναισθήματα των ανθρώπων χρησιμοποιεί τη λέξη Stimmung(αίσθημα) και θεωρεί ότι το αίσθημα είναι ο τρόπος που μας βοηθάει να είμαστε συνεχώς συντονισμένοι, εναρμονισμένοι με τον κόσμο. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που χαρακτηρίζει το γνωρίζειν του Είναι, είναι η συσχέτιση που γίνεται μέσα
στην φιλοσοφία του Χάιντεγκερ μεταξύ σκέψης και γλώσσας. Αυτά τα στοιχεία εκφράζονται με τον λόγο και την ομιλία. Ο λόγος και η ομιλία μας χρησιμεύουν για να ερμηνεύσουμε «το κάτι». Να μπορούμε να περιγράψουμε το τι γίνεται γύρω μας και γενικά το τι γίνεται ενώ βρισκόμαστε μέσα στον κόσμο, εντός μιας
εγκοσμιότητας. Ο λόγος εμφανίζεται στο λέγειν και το λέγειν είναι η παρουσία του Είναι των όντων. Μέσα στον λόγο βρίσκονται συγκεντρωμένα όλα τα όντα. Αυτό σημαίνει ότι ο λόγος είναι μια ενότητα, ότι ο λόγος είναι το Ένα που γίνεται παρόν στο λέγειν. Με τον λόγο φαίνεται η παρουσία ενός ανθρώπου και ο εαυτός του. Ο συνδυασμός διαθέσεων, συναισθημάτων και λόγου δείχνει πως ο άνθρωπος είναι ο εαυτός του, αλλά και πως ο άνθρωπος είναι μέσα στον κόσμο. Εν κατακλείδι, μπορούμε να πούμε ότι το γνωρίζειν είναι απλά ένας ορισμένος τρόπος ανθρώπινης δραστηριότητας μέσα στον κόσμο, και ως εκ τούτου αποτελεί ένα αναπόσπαστο
μέρος των δραστηριοτήτων που συγκροτούν έναν πολιτισμό ή μια κοινωνία. Ο Χάιντεγκερ με το έργο του «Είναι και Χρόνος» επικρίνει την προγενέστερη Δυτική φιλοσοφία για έλλειψη στοχασμού πάνω στον παράγοντα του χρόνου. Επικρίνει το γεγονός ότι από τον Ντεκάρτ και μετά η Δυτική φιλοσοφία θεωρούσε το πρόβλημα
της γνώσης ως το κύριο πρόβλημά της. Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, οι προγενέστερες ενασχολήσεις των φιλοσόφων και στοχαστών περιορίστηκαν πάντοτε στο ον, αλλά όχι όπως θα έπρεπε στο Είναι του όντος.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι κατά τον υπαρξισμό, η ίδια ύπαρξη -χωρίς λόγο, χωρίς σκοπό, χωρίς μια μεγάλη ιδέα- είναι η μόνη πραγματικότητα.
Αυτό πρέπει να το παραδεχθεί κανείς και με βάση αυτό να διαμορφώσει τη ζωή του. Καθώς το άτομο προσπαθεί να εισδύσει μέσα στον εαυτό του, αλλάζει το εγώ που επιχειρεί να κατανοήσει. Ο άνθρωπος με τη συμπεριφορά του και με την άσκηση της θέλησής του καθορίζει ποιος είναι και τι είναι. Ο Χάιντεγκερ προσπάθησε να εξετάσει την έννοια του όντος προσδιορίζοντας καταρχήν την ανθρώπινη ύπαρξη, το υποκείμενο δηλαδή που καλείται να κατανοήσει αυτήν την έννοια. Απέφυγε όμως να δώσει έναν ορισμό καθώς για να οριστεί το Είναι πρέπει να χρησιμοποιηθεί το ίδιο το Είναι μέσα στον ίδιο τον ορισμό του. Ο Χάιντεγκερ αναθεώρησε την παραδοσιακή
γνωσιολογία και επανατοποθετήθηκε ως προς τη σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και στις έννοιες του χώρου και του χρόνου. Ο Γερμανός στοχαστής καταλήγει ότι το Είναι μας έχει τριπλή δομή και τα στοιχεία του αντιστοιχούν στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον και επομένως το Είναι, είναι και Χρόνος. Με την φιλοσοφία του 20 ου αιώνα ο άνθρωπος αμφισβήτησε τον εαυτό του σε βαθμό που παλαιότερα θα ήταν κάτι το αδιανόητο. Σημειώνονται βαθιές μεταστροφές στον τρόπο που ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την ύπαρξή του, τον κόσμο, αλλά και την ύπαρξή του μέσα στον κόσμο, ως έλλογο όν. Ο Χάιντεγκερ τοποθετεί την έννοια της ανθρώπινης
ύπαρξης στο κέντρο του φιλοσοφικού ενδιαφέροντος, επικεντρώνοντας έτσι τη σκέψη του πάνω σε ένα θέμα που έμελλε να γίνει, ιδίως με την ώθηση των Γάλλων υπαρξιστών, ένα σημαντικό κεφάλαιο της μεταπολεμικής φιλοσοφίας και λογοτεχνίας.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει