Του Μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως κ. Ανθίμου
Καθώς προχωράμε στα Χριστούγεννα με 20 χιλιάδες ελληνικά σπίτια βυθισμένα στο πένθος (άλλα με λιγότερη κι άλλα με περισσότερη ενοχική απορία), οι χριστιανοί είναι ανάγκη να σκεφτούμε, σοβαρότερα και υπευθυνότερα τον επικείμενο γιορτασμό.
Όχι εξορκίζοντας ένα lockdown, ούτε προετοιμάζοντας (χωρίς αιδημοσύνη) ρεβεγιόν, αλλά με υγιή προβληματισμό περί της Εκκλησίας μας και του ρόλου της στον πλανήτη, από την ανοιξιάτικη εκείνη νύχτα της Βηθλεέμ μέχρι και σήμερα.
Η Εκκλησία δεν ιδρύθηκε (όπως λαθεμένα λέμε), αλλά αποκαλύφθηκε, σε έναν κόσμο, του οποίου η διανόηση κονταροχτυπιόταν ανάμεσα στον Νεοπλατωνισμό (ο οποίος άρχισε όταν οι Ιουδαίοι ήρθαν αντιμέτωποι με τους Έλληνες, μετά την μετάφραση των Ο’), με τις Πλατωνικές και Αριστοτελικές σχολές της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας, ενώ οι χριστιανοί Απολογητές και Φιλόσοφοι «πηγαινοέρχονταν» από τον Πλάτωνα στον Αριστοτέλη και από τον Πλωτίνο, μέσῳ του Φίλωνα, μέχρι και τους Στωϊκούς.
Όμως, το «απλοϊκό κήρυγμα του Ευαγγελίου» είχε μέσα του ένα υπερ-όπλο με 4 ομοβροντίες. Για τις οποίες αργότερα ο Μέγας Βασίλειος βεβαίωσε ότι αποδείχτηκαν «ισχυρότερες των λογικών αποδείξεων», (και η σοβούσα πανδημία φανέρωσε ότι η λογική δεν είναι πάντοτε πανθομολογούμενη).
Η μία ομοβροντία είναι το βεβαιωμένο κήρυγμα της Αναστάσεως του Χριστού (οπότε και των ιδικών μας σωμάτων), η λύτρωση της ψυχής από τον Άδη και του σώματος από τη φθορά. Η δεύτερη, ως επακόλουθη, είναι η αξία της ζωής (πριν τη ζωή, κατά τη διάρκειά της και μετά το θάνατο) και η αξία του ανθρωπίνου σώματος (ως ναού του Αγίου Πνεύματος). Η τρίτη είναι η απαλλαγή της ψυχής από ενοχές και τύψεις (με τη ρωμαλαιότητα του μυστηρίου της μετανοίας. Και η τέταρτη, η επίτευξη της βασιλείας του Θεού ως «κατά Χριστόν ζωής» μέσα στην ασφάλεια και την ομορφιά της Εκκλησίας.
Με τις παραπάνω πνευματικές ομοβροντίες, όντως τραντάχτηκε ο κόσμος κι ο άνθρωπος πήρε αξία. Έπαψε να είναι «παιχνίδι των θεών, άθυρμα των Ολυμπίων», αλλά έγινε η αιτία της ενανθρωπήσεως του Θεού. Ο Χριστός ήρθε για να ζήσουμε με «περισσόν ζωής», με τόση ποιότητα «που κανείς δεν θα μπορεί να μας την πάρει». Η Εκκλησία «έγινε τα πάντα, προκειμένου να σώσει τους πάντες». Η κοινωνίες των ανθρώπων είτε το θέλουν είτε όχι, είτε το κατανοούν λίγο είτε πολύ, προοδεύουν μόνο όταν βγουν στο ξέφωτο της Εκκλησίας. Εκεί που είναι στημένα τα βάθρα αιωνόβιων αξιών και που μόνο η Εκκλησία ανεβάζει αθλητές που πέτυχαν, ήρωες που αγωνίστηκαν, αγίους που διακρίθηκαν. Τελικά, αυτό έκανε η Εκκλησία! αναβίβασε τη ζωή σε άθλημα, «πέθανε τους θεούς» κι όρισε τον άνθρωπο υπεύθυνο διαχειριστή της ελευθερίας του, της τιμής και της ζωής του. Τέλος πια «οι θυσίες των παιδιών και των αμνών», ο Θεός λατρεύεται με «πνεύμα συντετριμμένο». Τέλος πια τα ξόανα, τα ιερά και τα είδωλα, ο Θεός προσκυνείται «πνευματικά και αληθινά». Φτάνουν πια οι αλλεπάλληλες φιλοσοφικές ανακαλύψεις του θεού, ο Θεός αποκαλύπτεται στους μεταμορφωμένους στις κορυφές των Θαβώρ και «φυτρώνει σε γη καλή και αγαθή». Από το σταύλο της Βηθλεέμ μέχρι το φριχτό Γολγοθά, ο Θεός «ζητιανεύει» από εμάς. Πρώτα ζητιανεύει τις αμαρτίες μας, έπειτα την εμπιστοσύνη μας και μετά την αγάπη μας. Προτείνει αυτήν τη σχέση σε όλον ανεξαιρέτως «τον σύμπαντα κόσμο» και περιμένει να την αποδεχτεί «όποιος θέλει».
Κι επειδή, είναι παλιά η συνήθεια, καθώς Τον πλησιάζουμε να κρατάμε στα χέρια μας «δώρα», όπως οι Μάγοι, γι’ αυτό μας αποκρίνεται «ευχαριστώ, όμως δώστε τα στους αδελφούς σας και τότε, είναι σαν να τα πήρα εγώ».
Κάποιοι λαθεμένα είπαν ότι η πανδημία δεν είναι θέμα πίστεως κι όμως έκρινε την πίστη μας. Η Πίστη μας όταν είναι έργα, μετακινεί και βουνά. Όμως, η μεγαλαυχία των χριστιανικών μας λόγων «πάλεψε» με τον κορωνοϊό στα επιστημονικά αλώνια και ο ιός, αν και μικρότερος σε μέγεθος από την «ως κόκκον σινάπεως» πίστι μας, τελικά …νίκησε!
Λοιπόν∙ η πανδημία, οι μάσκες και το εμβόλιο δεν είναι θέμα «υγειονομικό», ούτε είναι «…των επιστημόνων»! Είναι θέμα που «ως πυρ, δοκιμάζει» τους χριστιανούς. Είναι άθλημα, που έπρεπε να μας κατεβάσει από τις κερκίδες στο στίβο. Από θεατές, έπρεπε να μας κάνει πρωταγωνιστές. Έπρεπε να δεχτούμε με ταπείνωση την πανδημία, ως «οψώνια» της ζωής μας κι όχι να κομπορρημονούμε ότι μετέχουμε «…στα άκτιστα»! Έπρεπε με μάσκα να σφραγίσουμε το στόμα μας «που βγάζει συγχρόνως αλμυρό και γλυκό νερό» και όχι να βρίζουμε Ιεραρχίες, Κυβερνήσεις και …όλους τους άλλους. Έπρεπε «να παραμείνουμε εμβολιασμένοι, έστω παρά φύσιν, στην καλλιέλαιο παρά κατακαυχόμενοι, έστω κατά φύσιν ενωμένοι στην αγριέλαιο». Έπρεπε να γονατίσουμε κι όχι να επαναστατήσουμε. Η Αγία Γραφή λέει ότι «είναι ισχυρή, όπως ο θάνατος, η αγάπη», όμως οι χριστιανοί ρεζιλευτήκαμε βιώνοντας «ισχυρό όπως το θάνατο, τον εγωϊσμό» μας (υποστηριζόμενο μάλιστα από σαθρά και ανάπηρα «πνευματικά» δεκανίκια).
Πλησιάζουμε την επικείμενη γιορτή, για να γιορτάσουμε τον ερχομό του Χριστού στη ζωή μας. Ναι! ο Χριστός ήρθε «για να ζήσει ο κόσμος» και η Εκκλησία ψάλλει ότι «έφερε ζωή κι όχι θάνατο». Και στην άλλη, την παντέλεια γιορτή του Πάσχα, νίκησε το θάνατο και «καταδικάζοντάς μας σε αθανασία» χάρισε σε όλους μας την Ανάσταση. Αυτά όμως συμβαίνουν μόνο μέσα στην Εκκλησία, όχι έξω! Όποιος αγνοεί το λόγο της Εκκλησίας, καμώνεται τον ζωντανό, όπως ο σαλτιμπάγκος. Όποιος περοφρονεί την πείρα της Εκκλησίας, κάνει παντομίμες, μέχρι «την μεγάλη πτώση» του. Φωνάζει το Ευαγγέλιο∙ «μην ξεκόβετε από το μαντρί, γιατί θα σας αρπάξει ο λύκος»! Διαλαλεί η Εκκλησία∙ «μην παριστάνετε τους στρατηγούς, οι στρατιώτες»! Και στο τέλος-τέλος, «οι σοφοί αποκτήστε πανουργία: …αφού δεν έχετε την ακεραιότητα του περιστεριού, τουλάχιστον αποκτήστε την σύνεση του φιδιού»!