«Η αφύπνιση του εθνικισμού στη Νοτιοανατολική Ευρώπη μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου».

Γράφει ο Δημήτρης Θρακιώτης-Ιστορικός

Α΄ Μέρος

Η σύγχρονη Ευρώπη αποτελεί αναμφισβήτητα ένα παράδειγμα πολυεθνικής και πολυπολιτισμικής συνύπαρξης, κοινωνικού και πολιτιστικού πλουραλισμού. Το φαινόμενο αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το αποτέλεσμα της διαπλοκής δύο εκ διαμέτρου αντιθέτων πόλων, της λογικής της ενοποίησης και της λογικής της διάσπασης. Παρατηρούμε τη διαιώνιση εθνικών και πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων, ενώ παράλληλα υπάρχει μια έξαρση εθνικών ταυτοτήτων που οδηγεί σε ακραίες εκδηλώσεις εθνικισμού. Ταυτόχρονα διαπιστώνουμε ότι ενώ είναι αδιαμφισβήτητη  μια συνεχώς διευρυνόμενη ευρωπαϊκή συνείδηση σε όλο και μεγαλύτερα πληθυσμιακά στρώματα, μειονοτικοί πληθυσμοί και περιοχές με πολιτισμική ιδιαιτερότητα διεκδικούν όλο και ευρύτερη αναγνώριση και αυτονομία.

Το τέλος του ψυχρού πολέμου υπήρξε ορόσημο στις διεθνείς σχέσεις για τις δομές της διεθνούς πολιτικής και τη λειτουργία των εθνών-κρατών. Το διάστημα που ακολούθησε την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης ανέδειξε εκείνους τους ιστορικούς παράγοντες που διαμόρφωσαν τη διεθνή πολιτική. Ένας τέτοιος παράγων ήταν και εξακολουθεί να είναι η δύναμη του εθνικισμού. Η Νοτιοανατολική Ευρώπη ήταν εκείνη που επλήγη περισσότερο από κάθε άλλη περιοχή στη μεταψυχροπολεμική ιστορία από την αφύπνιση του εθνικισμού. Η περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων μέτρησε πολλά θύματα καθώς υπήρξε το μεγαλύτερο θύμα των εθνικιστικών δυνάμεων. 

Μετά το 1989 δεν σηματοδοτείται μόνο το τέλος της διακυβέρνησης των βαλκανικών κρατών από τα κόμματα του υπαρκτού σοσιαλισμού αλλά και η αρχή του τέλους μιας ευαίσθητης ειρήνης στα δυτικά βαλκάνια. Ο αλυτρωτισμός των διαδόχων κρατών της Γιουγκοσλαβίας και η βιαιότητα με την οποία αυτή διαλύθηκε θυμίζουν παλαιότερες εποχές της Ευρώπης προτού αυτή χωριστεί στα δύο μεγάλα ιδεολογικά στρατόπεδα. 

 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΚΡΑΤΟΥΣ- ΕΘΝΙΚΗΣ

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ-ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ  

            Το πρώτο στοιχείο που θα πρέπει να αναφέρεται σε κάθε απόπειρα προσέγγισης του θέματος της εθνικής ταυτότητας είναι το γεγονός ότι πρόκειται για ένα πολιτικό κατασκεύασμα. Η εθνική ταυτότητα είναι προϊόν της εθνικιστικής ιδεολογίας και χρησιμοποιείται πρωταρχικά για να κρατήσει ενωμένο κάτω από ένα σύνολο κοινών στοιχείων ένα κατά κάποιο τρόπο ασύνδετο πλήθος. Δίνει νόημα και υπόσταση στους φορείς της, τους προσφέρει ύπαρξη. Η εθνική ταυτότητα είναι το όχημα πάνω στο οποίο ο εθνικισμός θέτει τους στόχους του και μέσω του οποίου ή στο όνομά του επιδιώκει την επίτευξή τους. Το παράδοξο της εθνικής ταυτότητας είναι πως δημιουργείται πείθοντας τα άτομα για την ιδέα ενός έθνους έχοντας ως στόχο τη δημιουργία αυτού του έθνους. Η ύπαρξη δηλαδή του έθνους έπεται της ταυτότητας. Τα στοιχεία που επιλέγονται για τη σύνθεση της εθνικής ταυτότητας έχουν μεγάλη σημασία, γιατί αφενός είναι αποκαλυπτικά των κυρίαρχων αντιλήψεων για την έννοια του έθνους, αφετέρου επιτρέπουν την ανάγνωση των συνεπειών αυτής της αντίληψης σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.

           Ασφαλώς η κατανόηση της εθνικής ταυτότητας περνάει μέσα από την κατανόηση του έθνους. Το έθνος οφείλει να είναι ανεξάρτητο ώστε να προστατεύει την ιστορική ιδιαιτερότητα του πολιτισμού του. Ο τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι η εθνικοποίηση του παρελθόντος, ώστε να τεθεί στην υπηρεσία της πολιτικής που υπαγορεύεται από τον διαχωρισμό των εθνικών πολιτισμών. Τα έθνη έχουν το δικαίωμα αυτοδιάθεσης, το δικαίωμα να σχηματίζουν ανεξάρτητα και κυρίαρχα κράτη. Το έθνος γεννήθηκε σε μια γεωγραφική περιοχή και είναι ιστορικά και πολιτισμικά μοναδικό. Ωστόσο σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτή η γεωγραφική περιοχή την οποία διεκδικεί ένα έθνος ως βάση, μπορεί να είναι και ιστορικά αυθαίρετη με αξιώσεις που δεν είναι αποδεκτές από τις διεθνείς συμβάσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι αλυτρωτικές ιδέες και διεκδικήσεις, οι οποίες εμφανίζονται ολοένα και συχνότερα ακόμα και στην εποχή που διανύουμε. Αξιώσεις που δεν έχουν παρά υποκειμενική θεώρηση της ιστορίας και του χώρου ως νομιμοποιητικό έρεισμα. Αυτό αποτελεί τη βασική αρχή του εθνικισμού, την οποία ασπάζονται όλες οι μορφές της εθνικιστικής ιδεολογίας. 

            Παρά τη σύγχυση, από την έννοια του έθνους μπορούν να εντοπιστούν δύο συλλογικές αντιλήψεις: η φυλετική, η οποία βασίζεται σε θεωρίες βιολογικής συνέχειας και χρησιμοποιεί τα τεκμήρια της καταγωγής και του αίματος και η πολιτισμική, η οποία βασίζεται σε κριτήρια όπως η γλώσσα, η θρησκεία, η τέχνη, η παιδεία αλλά και η ιστορία ενός τόπου. Η κατασκευή της εθνικής ταυτότητας από τον πολιτικό εθνικισμό γίνεται με έναν τρόπο αυθαίρετο. Αυθαίρετο με την έννοια πως τα στοιχεία πάνω στα οποία δομεί την εθνική ταυτότητα δεν είναι αντικειμενικά, ενώ ασφαλώς γεννάται και το θέμα του κατά πόσο μπορούν να υπάρξουν αντικειμενικά στοιχεία τα οποία θα επιβεβαιώνουν τη φυλετική ή πολιτισμική ομοιογένεια ενός έθνους. Ακόμη και οι αντικειμενικοί παράγοντες, παράγοντες δηλαδή οι οποίοι μπορούν να διαπιστωθούν (γλώσσα, θρησκεία) σε αντίθεση με τους υποκειμενικούς παράγοντες (ψυχολογικοί, συναισθηματικοί) δεν μπορούν να αποτελέσουν τεκμήριο ομοιογένειας. Από την άλλη, ο πολιτικός εθνικισμός πολλές φορές δομεί την εθνική ταυτότητα πάνω σε συνδυασμό φυλετικών και πολιτισμικών στοιχείων και χαρακτηριστικών, γεγονός το οποίο καθιστά την κατανόησή της εξαιρετικά περίπλοκη.

             Πρώιμη μορφή εθνών κρατών αποτέλεσαν τα κράτη που δημιουργήθηκαν στη δυτική Ευρώπη στα χρόνια της Αναγέννησης, της Μεταρρύθμισης και της Αντιμεταρρύθμισης. Η δημιουργία των εθνικών κρατών κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα ήταν αποτέλεσμα της ανάγκης επαναπροσδιορισμού της ταυτότητας εθνών που κινδύνευαν να χαθούν στα πλαίσια των μέχρι τότε πολυεθνικών αυτοκρατορικών συστημάτων (μέχρι τότε τα κράτη αυτά ήταν δυναστικά και όχι εθνικά), καθώς και την ανάγκη για τη δημιουργία νέων γεωπολιτικών ορίων ανεξάρτητων εθνικών κρατών μέσα από τις αρχές που διακήρυξε η Γαλλική Επανάσταση. Η τελευταία διέδωσε στους λαούς την έννοια της αυτοδιάθεσης και της εθνικής συνείδησης, δηλαδή του εθνικισμού που προσέλαβε διάφορες μορφές ανάλογα με τις συνθήκες στις οποίες διαμορφώθηκε. Κατά την εξέλιξη της ιδέας του εθνικισμού στη Γαλλική Επανάσταση το 1789, οι αντίπαλοι του μονάρχη αποκαλούσαν τους εαυτού τους ¨La nation¨ δηλαδή «το έθνος» που σήμαινε όλη την κοινότητα των Γάλλων ανεξάρτητα από τον προηγούμενο τους τίτλο ή θέση. Εδώ η έννοια του «έθνους» εξέφραζε πάνω απ΄ όλα την ιδέα της κοινής και της ίσης ισοπολιτείας, της ενότητας των ανθρώπων και ότι οι υπήκοοι του βασιλιά θα πρέπει να γίνουν πολίτες. Το σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη», ενσωμάτωσε την ιδέα αυτή. Ίσως το πιο συνηθισμένο σύνθημα της επανάστασης ήταν το ¨Vive la Nation¨, «Ζήτω το Έθνος». Όμως η έννοια του έθνους ήταν συνδεδεμένη με την αρχή της ισότητας όλων εκείνων που ζούσαν μέσα στα κράτη, και με μια πρώιμη έννοια της νεότερης δημοκρατίας. Συνεπώς, η αφύπνιση του εθνικού αισθήματος με κύριο αίτημα τη σύμπτωση του κράτους με το έθνος, λειτουργεί σαν όπλο ενάντια στον απολυταρχισμό του εκάστοτε ηγεμόνα. Από αυτή τη σκοπιά της αντίστασης απέναντι στην απολυταρχία ο εθνικισμός μπορεί να θεωρηθεί και ως μια κραυγή δημοκρατικών διεκδικήσεων.

           Κατά τον 19ο αιώνα αρχίζουν να ισχυροποιούνται τα κράτη έθνη και να καλλιεργείται η εθνική συνείδηση. Η καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης, δηλαδή της συνείδησης του «ανήκειν» σε ένα εθνικό σύνολο με διαφορετική εθνική ταυτότητα. Η εθνική ταυτότητα αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη δημιουργία ή έστω για τη διατήρηση και την ενίσχυση ενός εθνικού κράτους. Σύμφωνα με κάποιους θεωρητικούς, η εθνική ταυτότητα προηγήθηκε της δημιουργίας των εθνών-κρατών και σύμφωνα με κάποιους άλλους όπως ο E. Gellner αποδίδουν την εθνικιστική ιδεολογία αποκλειστικά στα εκπαιδευτικά προγράμματα των βιομηχανικών κρατών και στην εκβιομηχάνιση. Πάντα σύμφωνα με τον E. Gellner για να πραγματοποιηθεί η μετάβαση από τις αγροτικές κοινωνίες στις βιομηχανικές κοινωνίες ήταν αναγκαία η ανανέωση μεγαλύτερου εργατικού δυναμικού με καθολική εξειδίκευση. Το κράτος με τη συστηματική εκπαιδευτική πολιτική στράφηκε προς αυτή την κατεύθυνση. Ήταν αναγκαίο να συνδεθεί το κράτος με μια γενικότερη κουλτούρα. Μέσα από την ικανοποίηση αυτής της ανάγκης δημιουργήθηκε ο εθνικισμός. Αυτό όμως που έχει σημασία είναι το περιεχόμενο της ιδεολογίας του φαινομένου καθώς και της ταυτότητας που απορρέει από αυτή.

           Για τον Hobsbawm βασικό αίτιο του εθνικισμού ήταν ο καπιταλισμός. Πραγματοποιήθηκε μαζική συγκέντρωση των εργατών που μιλούσαν την ίδια γλώσσα σε μια συγκεκριμένη πολιτική οντότητα. Επιπλέον άλλοι παράγοντες ισχυροποίησης των εθνών κρατών ήταν ο εκδημοκρατισμός και η δημιουργία του νεωτερικού κράτους το οποίο ήταν σε θέση να κατευθύνει τις μάζες. Για τον  Hobsbawm ο εθνικισμός αποτέλεσε καθοριστικό σύμμαχο της ανερχόμενης αστικής τάξης προκειμένου να συσπειρώσει τα άτομα ενός καπιταλιστικού συστήματος.

           Ο A. Smith (θεωρητικός του London School of Economics) σύμφωνα με τον Woolf S. έχει παρουσιάσει ένα σύνολο επτά στοιχείων που αποτελούν τον πυρήνα του δόγματος της εθνικιστικής ιδεολογίας. Αυτά είναι α) πως η ανθρωπότητα χωρίζεται σε έθνη (φυσικά), β) κάθε έθνος έχει ξεχωριστό χαρακτήρα, γ) πηγή κάθε πολιτικής εξουσίας είναι το έθνος που την αναδεικνύει (κινηματικός χαρακτήρας), δ) για να επιτύχουν την ελευθερία και τον αυτοπροσδιορισμό τους οι άνθρωποι πρέπει να ταυτίζονται με το έθνος, ε) τα έθνη μπορούν να εκπληρώνουν την αποστολή τους μόνο μέσα σε δικά τους κράτη (εδαφικό στοιχείο), στ) η πίστη στο έθνος-κράτος προέχει έναντι όλων των άλλων μορφών πίστης, και ζ) η πρωταρχική προϋπόθεση για την παγκόσμια ελευθερία και αρμονία είναι η ισχυροποίηση του έθνους-κράτους.

           Ως τα τέλη του 19ου αιώνα ο εθνικισμός αποτέλεσε ένα λαϊκό κίνημα, γιατί εξαπλώθηκαν παντού τα εθνικά εμβλήματα, οι εθνικοί ύμνοι, τα πατριωτικά ποιήματα και οι εθνικές αργίες. Εξελίχθηκε σε γλώσσα της πολιτικής των μαζών. Είχε αρχικά συνδεθεί ως κίνημα με την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών. Ενώ πριν τα μέσα του 19ου αιώνα είχε συνδεθεί με φιλελεύθερα και προοδευτικά κινήματα, στην πορεία συντηρητικοί και αντιδραστικοί πολιτικοί υιοθέτησαν τις αρχές του εθνικισμού. Αυτό σημαίνει ότι ο εθνικισμός κατέληξε να εκφράζει την κοινωνική συνοχή και τη σταθερότητα. Από τα τέλη του 19ου αιώνα αναπτύσσεται ο ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός. Τα ισχυρά ευρωπαϊκά έθνη στηριζόμενα στον επεκτατικό ιμπεριαλισμό ανταγωνίζονται μεταξύ τους ασκώντας την αποικιοκρατική τους πολιτική κυρίως στην Αφρική. Έτσι δημιουργήθηκε στην Ευρώπη ένα κλίμα λαϊκού εθνικισμού. Η άνοδος του εθνικισμού άλλαξε τις συνειδήσεις των ευρωπαίων και αύξησε την επιθυμία τους για εθνικό μεγαλείο. Τα εθνικιστικά συναισθήματα ευνόησαν τη δημιουργία μιας φιλοπόλεμης ατμόσφαιρας. Αποτέλεσμα αυτής της εθνικιστικής έξαρσης είναι οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι του 20ου αιώνα.

           Με το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου δημιουργήθηκαν νέα κράτη που αντικατέστησαν τη Γερμανική, την Αυστροουγγρική και τη Ρωσική αυτοκρατορία. Όμως οι εθνικές εντάσεις δεν αντιμετωπίστηκαν με επιτυχία. Η Γερμανία και η Ιταλία με τα φασιστικά και αυταρχικά καθεστώτα, που είχαν επικρατήσει σε αυτά τα κράτη ορμώμενα από εθνικιστικές εξάρσεις, οδήγησαν την Ευρώπη σε ένα δεύτερο πιο αιματηρό πόλεμο.

           Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και τη λήξη της ψυχροπολεμικής περιόδου, το δόγμα του ολοκληρωτικού πολέμου φαίνεται να έχει εγκαταλειφθεί. Οι νέες μορφές συγκρούσεων είναι μικρότερης έντασης, εμφύλιες ή διακρατικές διαμάχες, που πολύ συχνά σχετίζονται με τον προσδιορισμό της εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ταυτότητας. Η εθνικιστική ιδεολογία και ο θρησκευτικός φανατισμός είναι οι δυνάμεις που πάντα ωθούσαν και ωθούν τα πλήθη σε σφαγές και αλληλοσκοτωμούς.

           Σε κάθε περίπτωση, στην ανάλυση του εθνικισμού θα πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στο φιλελεύθερο εθνικισμό που διαμορφώθηκε από την κληρονομιά του διαφωτισμού και της Γαλλικής επανάστασης και στη μορφή ενός ακραιφνούς σωβινισμού που έλαβε χώρα στη διάρκεια του 20ου αιώνα, όπου και συνδέθηκε με συντηρητικά, αντιδραστικά, ξενοφοβικά και ρατσιστικά στοιχεία. Στις περιπτώσεις που η «εθνική οικοδόμηση» δεν επιτυγχανόταν με ορθολογικά εργαλεία, τα κράτη κατέφευγαν σε δραστικότερα μέτρα όπως η εθνοκάθαρση, η κατάκτηση ή ο εποικισμός. Ο εθνικισμός ως αίτημα αυτοδιάθεσης αποτελεί κίνηση διεκδίκησης ελευθερίας, η οποία είναι θεμελιώδης αρχή δημοκρατίας. Αντιθέτως, ο εθνικισμός που επιστρατεύει φυλετική επιχειρηματολογία αποκλεισμού είναι εξ’ορισμού ενάντιος στην έννοια της δημοκρατίας.

 ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ. Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑΣ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ

            Ο 19ος αιώνας υπήρξε ο αιώνας της απελευθέρωσης των βαλκανικών λαών από την Οθωμανική αυτοκρατορία και της δημιουργίας αυτόνομων και ανεξάρτητων εθνών-κρατών, εθνικών συνειδήσεων και εθνικών Εκκλησιών. Έτσι τα βαλκανικά κράτη που ελευθερώθηκαν από την Οθωμανική κυριαρχία διέθεταν τις ιδιαίτερες πολιτισμικές τους παραδόσεις (σλαβικές, ρουμανικές και αλβανικές), όμως κοινό στοιχείο των συστημάτων που δημιούργησαν υπήρξε η εισαγωγή διοικητικών και εκπαιδευτικών προτύπων από τη Δύση. Κατά συνέπεια, οι Βαλκάνιοι υιοθέτησαν τους δυτικούς θεσμούς ή απέκτησαν αρχηγό κράτους από τους «βασιλικούς» οίκους της Ευρώπης. Οι εθνογενετικές θεωρίες των Ρουμάνων, των Βουλγάρων και των Αλβανών πηγάζουν από πρότυπα που προηγήθηκαν στα δυτικά έθνη. Όμως, οι ανταγωνιστικοί εθνικισμοί και αλυτρωτισμοί των εθνών-κρατών οδήγησαν στις πρώτες πολεμικές αναμετρήσεις (σερβο-βουλγαρική, ελληνοτουρκική, βουλγαρο-τουρκική), που κλιμακώθηκαν κατά τον 20ο αιώνα. Κατά συνέπεια τα ανωτέρω στοιχεία του εθνικισμού θα αποτελέσουν γενικά στη Ν.Α. Ευρώπη τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

           To 1989 λίγο πριν το τέλος του Ψυχρού Πολέμου η ιστορία της Ευρώπης σηματοδοτείται από δύο μεγάλα ιστορικά γεγονότα. Τη πτώση του τείχους του Βερολίνου και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Με την πτώση του τείχους του Βερολίνου και του Σοβιετικού μπλοκ αναδύθηκαν εθνικά προβλήματα που ούτε οι πόλεμοι ούτε ο κομμουνισμός είχαν επιλύσει. Σε κάθε ένα από τα κράτη ξεπρόβαλαν οι μειονότητες απομονωμένες από τα μεταπολεμικά σύνορα. Ρώσοι στις Βαλτικές χώρες, Ουκρανοί και Γερμανοί στην Πολωνία, Αλβανοί στη Σερβία, Ούγγροι στη Ρουμανία. Η Τσεχοσλοβακία διαιρέθηκε ειρηνικά με ένα «βελούδινο διαζύγιο».

           Αλλά η πιο σοβαρή κρίση ξέσπασε στα Βαλκάνια, όπου το σοσιαλιστικό καθεστώς του Τίτο, ανεξάρτητο από τη Μόσχα, είχε εκμηδενίσει τις εθνικιστικές συγκρούσεις κάτω από μια δικτατορία πιο ευέλικτη από τη σταλινική. Ο Τίτο έσπασε τη σοβιετική κηδεμονία, συνέζησε με τη Δύση, καθοδήγησε το Κίνημα των Αδεσμεύτων Χωρών και διατήρησε την ενότητα των έξι γιουγκοσλαβικών δημοκρατιών κάτω από μια εύθραυστη ομοσπονδιακή ισορροπία, που θρυμματίστηκε μετά τον θάνατό του το 1980. Η σοβιετική κατάρρευση δημιούργησε ένα φαινόμενο ντόμινο στις γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες, όπου διασταυρώνονταν κοινότητες Σέρβων, Κροατών, Σλοβένων, Αλβανών, μουσουλμάνων, καθολικών και ορθοδόξων.

           Προς το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ο εθνικισμός στην περιοχή της Ν.Α. Ευρώπης έχει τρία κύρια χαρακτηριστικά: Πρώτον, προσφέρεται ως ένα νέο σύστημα νομιμοποίησης για τις κρατικές οντότητες που ξεκίνησαν να δημιουργούνται μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας. Στο μέτρο αυτό συνέβαλε το στοιχείο της «μη επέμβασης» στις εσωτερικές υποθέσεις των υπό διαμόρφωση κρατών από ξένες δυνάμεις, πράγμα που συνδέεται με το δεύτερο χαρακτηριστικό που αφορά στη λειτουργία του εθνικισμού ως παράγοντα συγκρότησης των νέων κρατών. Και τρίτον, ο εθνικισμός ήταν η κύρια αιτία των πολεμικών συγκρούσεων που ξέσπασαν.

           Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η πρόκληση για τη δυτική αλλά και Ν.Α. Ευρώπη, ήρθε μέσα από τα συστατικά στοιχεία του έθνους-κράτους και όχι από τις εξωτερικές πιέσεις των ιδεολογικών και στρατιωτικών συνασπισμών μεταξύ Ανατολής-Δύσης. Καθώς οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες ενώνονταν για να σχηματίσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση, χώρες της ανατολικής (Τσεχία- Σλοβακία) και της Ν.Α. Ευρώπης (Γιουγκοσλαβία) αποδομήθηκαν στα συστατικά τους μορφώματα. Κάποια από αυτά, όπως η Βοσνία- Ερζεγοβίνη και αργότερα το Κοσσυφοπέδιο και το Μαυροβούνιο δεν συγκέντρωναν τα προαπαιτούμενα της εθνικής κυριαρχίας: έλεγχο των εδαφών τους, αυτοδύναμη οικονομία και τη συναίνεση των πολιτών τους.

            Οι εθνικιστικές εντάσεις, οι οποίες στη δεκαετία του 1990 οδήγησαν στην αποσύνθεση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, είχαν εμφανιστεί δύο δεκαετίες νωρίτερα, όταν οι διεκδικήσεις των Κροατών και των Κοσοβάρων για περισσότερη αυτονομία αναδείκνυαν ανάγλυφα την κρίση στην οποία είχε περιέλθει το γιουγκοσλαβικό μοντέλο διακυβέρνησης και την αδυναμία της γερασμένης κομμουνιστικής ελίτ της χώρας να αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις της νέας πραγματικότητας. Το σύνταγμα του 1974, που υποτίθεται ότι αποτελούσε λύση, παραδόξως, ενθάρρυνε τις φυγόκεντρες τάσεις. Παραχώρησε περισσότερα προνόμια στις δημοκρατίες (Σλοβενία, Κροατία, Σερβία, Μαυροβούνιο, Βοσνία-Ερζεγοβίνη και Βόρεια Μακεδονία, την τότε ΠΓΔΜ), και στις εξαρτημένες από τη Σερβία αυτόνομες επαρχίες Βοϊβοδίνας και του Κοσσόβου. Παρά το γεγονός ότι η νέα συνταγματική χάρτα εγκαθιστούσε συλλογική και εναλλασσόμενη προεδρία μετά τον θάνατο του Τίτο και μετέτρεπε τον στρατό σε εγγυητή της ενότητας της Γιουγκοσλαβίας, εντούτοις ενίσχυε τις τοπικές ολιγαρχίες και τόνιζε τις διαφορές μεταξύ των δημοκρατιών.

            Η πίεση εκ μέρους της νέο-ενωθείσας Γερμανίας μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, προκειμένου να αναγνωριστούν εκ μέρους της Ε.Ε. ως ανεξάρτητα κράτη οι ομόσπονδες δημοκρατίες της Σλοβενίας και της Κροατίας, άνοιξε ουσιαστικά το κουτί της Πανδώρας. Η αναγνώριση της Βοσνίας υπήρξε ολέθρια και προκάλεσε την πιο αιματηρή εθνοκάθαρση που γνώρισε η Ευρώπη από την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνοτικών ομάδων της Γιουγκοσλαβίας είχε μεγαλύτερη απήχηση στους Δυτικούς από ό,τι η σκέψη ότι υπάρχουν τρεις χιλιάδες εθνότητες στον κόσμο αλλά μόνο περίπου δύο εκατοντάδες κράτη. Αν ένα κλάσμα των εθνοτήτων αυτών αποκτούσαν το κράτος τους, το διεθνές σύστημα θα βίωνε έναν οδυνηρό κατακερματισμό.

            Χωρίς εχέγγυα λοιπόν ότι θα υπάρξει ένα λειτουργικό υποκατάστατο του ομοσπονδιακού κράτους, οι τότε Ευρωπαϊκές Κοινότητες έσπευσαν να αναγνωρίσουν την πολυεθνοτική Βοσνία ως ανεξάρτητο κράτος το 1992, απελευθερώνοντας ίσως άθελά τους τις δυνάμεις της καταστροφής. Οι αγώνες των Σλοβένων, των Κροατών και των Βόσνιων για αυτοδιάθεση δεν συνοδευόταν από κάποια φιλελεύθερη παράδοση. Η μεταξύ τους κρίση αναζωογόνησε τα παλιά σερβοκροατικά μίση και την αγριότητα με την οποία συγκρούστηκαν κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι Κροάτες ναζί Ουστάζι και οι αντάρτες αντιναζί.

           Σήμερα γνωρίζουμε ότι τα νέα σχετικά μονοεθνοτικά κράτη, που αντικατέστησαν την ομοσπονδιακή πολυεθνοτική Γιουγκοσλαβία, δεν χαρακτηρίζονται από ευαισθησία για τα δικαιώματα των μειονοτήτων τους. Έτσι όταν μια εθνοτική ομάδα ήγειρε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης με εδαφικό περιεχόμενο όφειλε να θεωρήσει ως προϋπόθεση ότι ελέγχει την πλειοψηφία. Όμως οι πλειοψηφούσες εθνοτικές ομάδες των ομόσπονδων δημοκρατιών της Γιουγκοσλαβίας, όταν αποφάσισαν να διεκδικήσουν την ανεξαρτησία τους, αποτέλεσαν αμέσως απειλή για τις μειονότητές τους. Υπό το γεγονός αυτό οι εθνοτικές κοινότητες της πολυεθνικής Γιουγκοσλαβίας κινδύνευαν να απολέσουν κάποια από τα δικαιώματά τους ως μειονότητες μέσα σε νέα κράτη χωρίς ομοσπονδιακό αλλά συγκεντρωτικό χαρακτήρα.

           Τα πέντε κράτη που προήλθαν μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας αντανακλούσαν κυρίως πέντε εθνοτικές κοινότητες, τις περισσότερες φορές εχθρικές προς τις υπόλοιπες μειονότητες που συμπεριλαμβάνονταν στα εθνικά τους εδάφη. Έτσι, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, για την οποία θα γίνει αναφορά στην επόμενη ενότητα, συνέβη ακριβώς γιατί οι Κροάτες, οι Σλοβένοι, οι Σλάβοι και οι Βόσνιοι μουσουλμάνοι δεν μπορούσαν να συνυπάρξουν με τους πλειοψηφούντες Σέρβους μέσα στο ομοσπονδιακό σύστημα. 

           Ολοκληρώνοντας, γενικότερα για τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας μπορούμε να πούμε ότι αυτή η περιοχή προσπαθεί μέχρι και σήμερα να σβήσει τα σημάδια του ταραγμένου παρελθόντος αντιμετωπίζοντας με αισιοδοξία τις προκλήσεις του μέλλοντος τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει