Ημέρα της Ευρώπης, μια αναδρομή στο παρελθόν.


Η πορεία διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από το
1945 μέχρι και το 1969. Ο ρόλος της Γαλλίας. Επισημάνσεις

Γράφει ο Δημήτρης Θρακιώτης, Ιστορικός


Το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε την Ευρώπη κατεστραμμένη,
διαιρεμένη και ελεγχόμενη από δύο διαφορετικούς συνασπισμούς. Οι καταστροφικές
συνέπειες των πολεμικών αναμετρήσεων μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών είχαν
αποδυναμώσει τις κοινωνίες και είχαν οδηγήσει σε ένα σχετικό αδιέξοδο τα ρεύματα
του εθνικισμού και της προσήλωσης στην έννοια του έθνους κράτους. Το 1945 η
αποτυχία του εθνικισμού και η αδυναμία συγκρότησης εθνικών κρατών
προαναγγέλλει την άφιξη του Ευρωπαϊκού κινήματος το οποίο αφοσιώνεται στην
ευρεία έννοια μιας κινητοποίησης με σκοπό την ενοποίηση των κρατών και των λαών
της Ευρώπης, στα πλαίσια μιας νέας οντότητας που θα μπορούσε να χειριστεί τις νέες
σχέσεις της με τον υπόλοιπο κόσμο.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ, ΠΟΛΙΤΙΚΟ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η ιδέα της ευρωπαϊκής ένωσης δεν εμφανίστηκε για πρώτη φορά μετά τη
λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Είχε διατυπωθεί ήδη από τον 19 ο αιώνα, ενώ
κέρδισε πολλούς οπαδούς μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Καταλυτική
επίδραση στην υλοποίηση του οράματος της ευρωπαϊκής ενοποίησης, έστω και στο
δυτικό τμήμα της ηπείρου, άσκησε ο καταστροφικός για την Ευρώπη πόλεμος του
1939-1945. Τα ευρωπαϊκά κράτη έπρεπε πλέον να ενωθούν για να καταστήσουν τα
προϊόντα τους πιο ανταγωνιστικά και τη φωνή τους πιο ισχυρή σε έναν κόσμο όπου
κυριαρχούσαν οι δύο υπερδυνάμεις. Με στόχο τη σταθεροποίηση της ειρήνης και την
οικονομική ανάκαμψη, τα ευρωπαϊκά κράτη ξεκίνησαν κατά το δεύτερο μισό της
δεκαετίας του 1940 αλλά ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 την
υλοποίηση πολυάριθμων σχεδίων αμοιβαίας συνεργασίας. Καρπός αυτής της
διαδικασίας ήταν η ίδρυση των πρώτων διακρατικών κοινοτήτων.
Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι σημαντικό ρόλο στην οικονομική
ανάκαμψη της μεταπολεμικής Δυτικής Ευρώπης έπαιξε το λεγόμενο Σχέδιο Μάρσαλ.
Το «Πρόγραμμα για την Ευρωπαϊκή Ανάκαμψη», όπως ήταν η επίσημη ονομασία
του, περιλάμβανε αποστολές αγαθών αλλά κυρίως οικονομική βοήθεια και δάνεια
στις ευρωπαϊκές χώρες για να μην καταρρεύσουν οικονομικά και
αποσταθεροποιηθούν πολιτικά. Το Πρόγραμμα έγινε γνωστό ως Σχέδιο Μάρσαλ από

τον Αμερικανό Υπουργό Εξωτερικών George Marshall, ο οποίος το ανήγγειλε σε
ομιλία του στο Πανεπιστήμιο Harvard τον Μάιο του 1947. Ένα χαρακτηριστικό
στοιχείο του Σχεδίου Μάρσαλ ήταν ότι κατά κάποιο τρόπο συνέβαλε και στη
διαίρεση της Ευρώπης. Οι ανατολικές χώρες προσκλήθηκαν να συμμετάσχουν αλλά
δε δέχτηκαν ύστερα από πιέσεις της τότε Ε.Σ.Σ.Δ. Ήταν άλλωστε σαφές ότι το
Πρόγραμμα για την Ευρωπαϊκή Ανάκαμψη σηματοδοτούσε μια διαφορετική λογική
εξέλιξης από αυτή που διαμορφωνόταν στη ζώνη επιρροής της Ε.Σ.Σ.Δ. Τον Ιούλιο
του 1947 οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες ιδρύουν την «Επιτροπή για την Ευρωπαϊκή
Οικονομική Συνεργασία» (Organisation for European Economic Cooperation/OEEC)
για τη διαχείριση του Σχεδίου Μάρσαλ.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ
Στις 9 Μαΐου 1950 ο Γάλλος υπουργός εξωτερικών Robert Schuman(1886-
1963) έκανε το πρώτο βήμα για την ένωση της Ευρώπης, αναγγέλλοντας στο Παρίσι
την ακόλουθη πρόταση της κυβέρνησής του «Να τεθεί το σύνολο της
Γαλλογερμανικής παραγωγής από άνθρακα και ατσάλι κάτω από μια κοινή διοίκηση,
μέσα στο πλαίσιο μιας οργάνωσης ανοικτής σε όλες τις χώρες της Ευρώπης». Ένδεκα
μήνες αργότερα, στις 18 Απριλίου του 1951, πραγματοποιήθηκε μια αρχική
συμφωνία (συνθήκη των Παρισίων), με πρωτοβουλία της Γαλλίας και με τη
συμμετοχή της τότε Δυτικής Γερμανίας, Ιταλίας, αλλά και με τη συμμετοχή των
χωρών της Μπένελουξ, Βελγίου, Ολλανδίας και Λουξεμβούργου (Οι χώρες της
Μπένελουξ το 1948 είχαν συγκροτήσει μεταξύ τους τελωνειακή ένωση) για τη
δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα(Ε.Κ.Α.Χ). Πατέρας
της ιδέας της πρώτης ευρωπαϊκής υπερεθνικής οργάνωσης ήταν ο Γάλλος Jean
Monnet (1888-1979). H σημασία της ιδέας του Monnet, υπήρξε θεμελιώδης για την
εξέλιξη της ευρωπαϊκής πολιτικής. Βασικοί στόχοι ήταν η διατήρηση της ειρήνης
στην Ευρώπη και η ενοποίηση της Ευρώπης με αφετηρία μια Γαλλογερμανική
συμφιλίωση. Το Σχέδιο Schuman με την ίδρυση της Ε.Κ.Α.Χ είχε και έναν απώτερο
σκοπό, όπως τον έλεγχο των τεράστιων παραγωγικών δυνατοτήτων της Γερμανίας
στη βαριά βιομηχανία και κυρίως στους τομείς του άνθρακα, του σιδήρου και του
χάλυβα. Οι τομείς αυτοί ήταν σημαντικότατοι για την ανάπτυξη βαριάς βιομηχανίας
αλλά είχαν και ένα άλλο, πρόσθετο χαρακτηριστικό, ανέκαθεν υπήρξαν τομείς-
κλειδιά και για την ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας. Για να μπορέσουμε να
κατανοήσουμε τη σημασία του Σχεδίου Schuman, αρκεί να θυμηθούμε την ένταση,
τις διαστάσεις και το ιστορικό βάθος που χαρακτήριζαν τη Γαλλογερμανική

αντιπαλότητα. Μια αντιπαλότητα που είχε καταλήξει σε μεγάλης κλίμακας πολεμικές
αναμετρήσεις κατά τον 19 ο και τον 20 ο αιώνα. Η ίδρυση της Ε.Κ.Α.Χ με την συνθήκη
των Παρισίων θέσπισε ορισμένους κοινούς ευρωπαϊκούς θεσμούς. Ο πλέον
σημαντικός θεσμός ήταν το εκτελεστικό όργανο, η Ύπατη Αρχή, που είχε ένα
προχωρημένο βαθμό αυτονομίας απέναντι στα κράτη-μέλη και διέθετε εκτενείς
αρμοδιότητες. Η Ε.Κ.Α.Χ τέθηκε σε ισχύ τον Ιούλιο του 1952.
Τον Ιούνιο του 1955, τέσσερα χρόνια μετά την ίδρυση της Ε.Κ.Α.Χ, οι
κυβερνήσεις των χωρών που την αποτελούσαν, σε μια συνάντηση τους στη Μεσσίνα
της Ιταλίας συμφώνησαν για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής
Ενέργειας (Ε.Κ.Α.Ε ή EURATOM) και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας
(Ε.Ο.Κ). Οι δύο αυτές κοινότητες έλαβαν σάρκα και οστά τον Μάρτιο του 1957 με
τις συνθήκες της Ρώμης. Η Βρετανία αρχικά συμμετείχε αλλά τον Νοέμβριο του 1955
αποχώρησε. Βασικό χαρακτηριστικό της EURATOM ήταν η δημιουργία των
απαραίτητων συνθηκών για την ταχεία διαμόρφωση και ανάπτυξη της βιομηχανίας
βασιζόμενης στην ατομική ενέργεια. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της Ε.Ο.Κ ήταν η
δημιουργία μιας κοινής αγοράς στο σύνολο της οικονομίας των κρατών-μελών. Οι
συνθήκες της Ρώμης τέθηκαν σε ισχύ την 1 η Ιανουαρίου του 1958. Το 1967 η
Ε.Κ.Α.Χ και η EURATOM ενσωματώθηκαν οργανικά στην Ε.Ο.Κ.
Σε ένα σημείο που θα πρέπει να σταθούμε αναφορικά με την πορεία των
Ευρωπαϊκών κοινοτήτων είναι το γεγονός ότι το καλοκαίρι του 1950, λίγες
εβδομάδες μετά τη διακήρυξη Schuman, η Βόρειος Κορέα εισβάλει στη Νότιο
Κορέα. Ο πόλεμος στη χερσόνησο της Κορέας οδήγησε τους Ευρωπαίους να
επαναδιατυπώσουν θεσμικά το σχέδιο Schuman. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Churchil
κάλεσε τους Ευρωπαίους να προχωρήσουν στην άμεση δημιουργία ενός ενιαίου
ευρωπαϊκού στρατού. Την ίδια χρονιά, τo 1950 ο πρωθυπουργός της Γαλλίας Pleven
προτείνει ένα σχέδιο για μια ευρωπαϊκή αμυντική συμμαχία με τη δημιουργία κοινού
ευρωπαϊκού στρατού, που θα τον αποτελούσαν οι δυνάμεις των κρατών μελών. Η
γαλλική πρόταση οδήγησε στην ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας
(Ε.Α.Κ.) και στην ίδρυση της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας (Ε.Π.Κ.). Όμως η
γαλλική κοινή γνώμη αντιτάχθηκε σθεναρά στην προοπτική υπαγωγής τους σε έναν
ευρωπαϊκό στρατό. Κάτω από την πίεση της γαλλικής κοινής γνώμης που επιζητούσε
πολιτικές εγγυήσεις δημοκρατικού ελέγχου αλλά και της αντίδρασης του γαλλικού
κοινοβουλίου (ιδιαίτερα από το κόμμα του De Gaulle και από τους Γάλλους
κομμουνιστές), προκειμένου να επικυρώσει τις δύο κοινότητες, η κατάργησή τους το

1954 ήταν αναπόφευκτη. Η κατάρρευση του σχεδίου ίδρυσης των δύο κοινοτήτων
οδήγησε μοιραία σε κάποια υποχώρηση της «ευρωευφορίας» που επικρατούσε στις
αρχές της δεκαετίας του 1950. Ένα χρόνο αργότερα το 1955, ως νέα απόπειρα
συγκρότησης μιας ευρωπαϊκής αμυντικής οντότητας ιδρύεται η Δυτικοευρωπαϊκή
Ένωση (Δ.Ε.Ε). Όμως και η Δ.Ε.Ε μπήκε γρήγορα στο περιθώριο, καθώς η λογική
του ψυχρού πολέμου και του διπολισμού στις διεθνείς σχέσεις που επικρατούσαν τότε
στην Ευρώπη ευνόησαν το ρόλο του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου
(Ν.Α.Τ.Ο).
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 η Βρετανία ήταν η μόνη χώρα που
βρισκόταν έξω από τις κοινότητες, καθώς προτίμησε να τηρήσει επιφυλακτική στάση
απέναντι στις ενοποιητικές πρωτοβουλίες αμφιβάλλοντας για την επιτυχία τους. Το
1960 με τη συνθήκη της Στοκχόλμης, πρωτοστάτησε στην ίδρυση μιας εναλλακτικής
και χαλαρότερης ευρωπαϊκής ομαδοποίησης στη λεγόμενη Ευρωπαϊκή Ζώνη
Ελεύθερων Συναλλαγών (Ε.Ζ.Ε.Σ). Η στάση της Βρετανίας άλλαξε μετά τα πρώτα
χρόνια της ΕΟΚ, τα οποία έκαναν τη Βρετανία να μεταβάλλει τη στάση της και να
επιζητά την ένταξή της στην Κοινότητα. Κατά την διάρκεια των πρώτων χρόνων
ζωής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Γαλλία διατήρησε μια επιφυλακτική στάση
κυρίως λόγω της αντίστοιχης εχθρικής στάσης του προέδρου De Gaulle απέναντι σε
κάθε οργανισμό που παρουσίαζε υπερεθνικά χαρακτηριστικά και τα οποία έθεταν σε
αμφισβήτηση την κυριαρχία της Γαλλίας. Από το 1958 έως και το 1969 δίνεται
έμφαση στην τομεακή προσέγγιση, η οποία θα οδηγούσε σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές
αντιλήψεις σε ολοένα και βαθύτερη ενοποίηση. Ο De Gaulle έβλεπε με καχυποψία
την ισχυροποίηση των Κοινοτικών Θεσμών και κυρίως τον πρόεδρο της πρώτης
επιτροπής (W. Hallstein), τον οποίο θεωρούσε φιλόδοξο και υπερβολικά
«ευρωπαϊστή». Επιθυμούσε τη διατήρηση μιας διακυβερνητικής, κατά κύριο λόγο,
θεσμικής δομής και τρόπου λειτουργίας των Κοινοτήτων.
Ο Γάλλος Πρόεδρος εστίασε το βάρος της πολιτικής του σε μια προσπάθεια
ανύψωσης του γοήτρου της Γαλλίας ως μοναδικής πυρηνικής δύναμης της Ευρώπης.
Το 1961 στη σύνοδο που έγινε στο Παρίσι, ο Γάλλος πρόεδρος έπεισε τους
ομολόγους του να προβούν στη σύσταση μιας επιτροπής, η οποία θα υπέβαλε
συγκεκριμένες προτάσεις για την πολιτική οικοδόμηση της Ευρώπης. Ως πρόεδρος
της συνόδου ορίστηκε ο Γάλλος διπλωμάτης Fouchet, ο οποίος πρότεινε ένα πρώτο
σχέδιο σύμφωνα με το οποίο προβλεπόταν η δημιουργία μιας ένωσης κρατών που θα
αποσκοπούσε σε τομείς εξωτερικής πολιτικής και άμυνας. Ένα νέο σχέδιο απέβλεπε

στην επέκταση της ένωσης στο πεδίο της οικονομίας θέτοντας υπό αμφισβήτηση την
ανεξαρτησία των κοινωνικών θεσμών. Η πρόταση δεν βρήκε ανταπόκριση. Η
αποτυχία του σχεδίου του Fοuchet προκάλεσε την αντίδραση της Γαλλίας,
προκαλώντας αναίρεση της ενοποιητικής δύναμης του κοινοτικού προτύπου και την
επιβεβαίωση των εθνικών ταυτοτήτων. Η Γαλλία εκδήλωσε την αντίθεσή της στις
προτάσεις χρηματοδότησης της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, στην εκχώρηση
εξουσιών στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, στην καθιέρωση ιδίων πόρων της Κοινότητας
και ιδίως στην εισαγωγή του κανόνα της πλειοψηφίας στη διαδικασία λήψης
αποφάσεων. Τελικά η κρίση έληξε με τη διευθέτηση υπέρ των γαλλικών προτάσεων,
που έμεινε γνωστή ως Συμβιβασμός του Λουξεμβούργου. Σύμφωνα με τον
συμβιβασμό υιοθετήθηκε η δημιουργία μιας κοινής αγοράς για τα αγροτικά προϊόντα.
Η ανάληψη καθηκόντων στη γαλλική προεδρία από τον Pompidou άλλαξε και
τη γαλλική στάση απέναντι στην ιδέα της οικοδόμησης μιας συνομοσπονδίας κρατών.
Η σύνοδος κορυφής στη Χάγη το 1969 συνέβαλε στη διεύρυνση των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων, ενώ παράλληλα τέθηκαν τα θεμέλια για τα επόμενα βήματα της
ενοποίησης. Γενικότερα με τη σύνοδο δημιουργήθηκε η βάση της Οικονομικής και
Νομισματικής Ένωσης, η οποία θα αποτελούσε την κορύφωση αλληλένδετων
διαδικασιών οικονομικής και νομισματικής ολοκλήρωσης και την προώθηση
πολιτικής ενοποίησης. Σκοπός ήταν να προετοιμάσει το έδαφος για το κοινό νόμισμα.

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι κοινότητες που συστάθηκαν
μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο τάχθηκαν
υπέρ της ολοκλήρωσης μεταξύ των κρατών σε ένα είδος ομοσπονδιακής ένωσης με
κοινό στόχο την οικονομική και πολιτική αναγέννηση της Ευρώπης. Μετά το 1945 η
Γαλλία προσπάθησε να λειτουργήσει εξισορροπητικά στην Ευρώπη και να
διασφαλισθεί έναντι του σοβιετικού κινδύνου, διατηρώντας συγχρόνως τις
απαραίτητες πολιτικές και στρατιωτικές αποστάσεις από Βρετανία και Η.Π.Α. Ως
αναδυόμενη Υπερδύναμη στον Ευρωπαϊκό χώρο με όχημα την ατομική ενέργεια,
προσπάθησε να υποσκελίσει την επιρροή στην Ευρώπη των δύο Υπερδυνάμεων,
Η.Π.Α. και Ε.Σ.Σ.Δ. Παρά τα προφανή προβλήματα και προσκόμματα που
δημιουργούσε η υπερεθνική πολιτική του De Gaulle στη πορεία της Ευρώπης προς

την ολοκλήρωση, οι ευρωπαϊκές συνθήκες μεταξύ των κρατών οριοθετούσαν πλέον
την πορεία της Ευρώπης προς την ενοποίηση.
Κατά την άποψη μου οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες αποτέλεσαν ένα μοναδικό
εγχείρημα στην παγκόσμια πολιτική ιστορία. Κυρίαρχα κράτη με σαφείς πολιτειακές,
πολιτισμικές, θρησκευτικές και ιστορικοεθνικές διαφορές συνέθεσαν, βάσει
συνθηκών, μια πολιτειακή δομή που λειτουργεί ακόμη χρησιμοποιώντας ένα
πολύπλοκο θεσμικό δίκτυο οργάνων υπερεθνικού και διακυβερνητικού χαρακτήρα. Η
δομή αυτή είναι δυναμική και βρίσκεται σε εξέλιξη.
Σήμερα, κατά την άποψη μου, η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να προωθήσει
ακόμη περισσότερο την αποτελεσματικότητά της και ταυτόχρονα τη δημοκρατική της
οργάνωση. Είναι προφανές ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έφτασε στα όριά της και πρέπει
να ορίσει τη συνέχειά της. Η νέα οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα στα
πλαίσια μιας άνισης παγκοσμιοποίησης αφήνει πίσω της κερδισμένους και χαμένους.
Οι διαφορές ρυθμού ανάπτυξης και βιοτικού επιπέδου είναι πλέον εμφανείς στο
εσωτερικό των κρατών που συνθέτουν την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στα πλαίσια της
ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έχουν αυξηθεί οι πιέσεις του ανταγωνισμού επί των
ασθενέστερων χωρών. Η κρίση που βιώνουμε απέδειξε ότι χρειάζονται τολμηρές
αποφάσεις που προωθούν την πολιτική και μια πιο δυνατή οικονομική ενοποίηση της
Ευρωπαϊκής Ένωσης δίχως τις οποίες η Ε.Ε. θα είναι μια αγορά που θα άγεται και θα
φέρεται από τις διαθέσεις των διεθνών κερδοσκόπων. Με αυτή την έννοια μελλοντικά
είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν εξελίξεις οι οποίες θα μετασχηματίσουν την Ευρωπαϊκή
Ένωση προς την κατεύθυνση αλλαγών που θα προαγάγουν οι κοινωνικές
πλειοψηφίες του μέλλοντος.
Σήμερα τα ερωτήματα που ανακύπτουν αφορούν στην οργάνωση και
λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αφορούν στις σχέσεις αλληλεγγύης των
πλουσιότερων κρατών-μελών προς τα ασθενέστερα κράτη-μέλη που έχουν ενταχθεί
στους κόλπους της. Είναι πλέον επιτακτική η ανάγκη η Ευρωπαϊκή Ένωση να
επαναπροσδιορίσει τις αρμοδιότητες των οργάνων της, τη θέση της στο διεθνή χώρο
και τη θεσμική μορφή της.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει